Γράφει ο Ανδρέας Ζαμπούκας

Δημοσιεύθηκε στο Capital στις 8 Οκτωβρίου 2015

adiafo

Ο Κάφκα βασίζει ολόκληρο το έργο του σε ένα αντιφατικό πλέγμα, όπου ο άνθρωπος εγκλωβίζεται μεταξύ ανυπομονησίας και οκνηρίας. Εξαιτίας της ανυπομονησίας διωχθήκαμε από τον Παράδεισο, εξαιτίας της οκνηρίας δεν επιστρέφουμε. Στα έργα του Κάφκα, όλα κυλούν αργά και σταθερά, σταθερά και βιαστικά, βιαστικά αλλά ελάχιστα. Όλα προωθούνται χωρίς κίνηση, σχηματίζοντας, αναδρομικά, την προοπτική μιας φθίνουσας προθεσμίας που δεν εκπνέει ποτέ.

Δεν είναι και τόσο δύσκολο να μεταφέρεις το καφκικό σκηνικό στην ελληνική πραγματικότητα. Τουλάχιστον η εμπειρία της μεταπολιτευτικής περιόδου έδειξε ότι η κοινωνία έσπευσε με απίστευτη ανυπομονησία, να κατακτήσει τη  «δυτική ευημερία» – περισσότερο για ευμάρεια πρόκειται – και  να κατοχυρώσει μια εξέχουσα θέση στη παγκόσμια κατάταξη των  ανεπτυγμένων χωρών. Μέσα σε 30 χρόνια, η Ελλάδα, ως χώρα της ΕΕ, βρέθηκε στις τρεις πρώτες δεκάδες των «πλουσιοτέρων» χωρών του κόσμου, αφήνοντας  πίσω τη μίζερη εικόνα του βαλκανικού υπανάπτυκτου κράτους.

Από την άλλη, όταν έσπασε  το όριο της  καλπάζουσας ευδαιμονικής μανίας, το  2009, μπήκε απότομα σε μια αντίστροφη τροχιά απώλειας του «Παραδείσου» στον οποίο  αρνείται  να επιστρέψει. Αποφεύγει μάλιστα συστηματικά, να κατανοήσει  την αιτία  της  βουλιμίας  που έσπρωξε τους  πάντες, στην ανυπομονησία να γίνουν πλούσιοι, χωρίς όμως να εξασφαλίσουν  τις κατάλληλες  δομές για  μακροπρόθεσμη συντήρηση της επικαρπίας του  πλούτου.

Ποιος όμως έγραψε αυτό το  αφήγημα; Ποιος ήταν ο «Κάφκα» στη δική μας περίπτωση; Το ελληνικό δημόσιο. Το κράτος, το πολιτικό σύστημα και κυρίως όλες οι επιμέρους δομές του και οι υπηρεσίες του. Λειτουργούσε μια τεράστια μηχανή  με «εισαγόμενο» χρήμα, το οποίο διένειμε στους βουλιμικούς και ανυπόμονους Έλληνες. Αυτοί, εν τω μεταξύ, δημόσιοι υπάλληλοι και ιδιώτες, επένδυαν την ανυπομονησία τους, αποκλειστικά στην όσο το δυνατόν καλύτερη απορρόφηση μερών της διανομής.

Μετά όμως και το τρίτο μνημόνιο, δεν έχει νόημα  να μιλάμε πλέον για εκείνες τις εποχές αλλά να βρούμε τρόπους να  επαναπροσδιορίσουμε πως θα ξαναφέρουμε τη χώρα σε τροχιά ανάπτυξης. Και όχι βέβαια με τους όρους του παρελθόντος. Έλα όμως που δεν θέλουμε. Ξανά και ξανά αλληθωρίζουμε προς τις εικόνες της  βουλιμίας αλλά ταυτόχρονα απορρίπτουμε κάθε ιδέα ρήξης και ανατροπής του συστήματος. Πάνω από το 90% των πολιτικών συζητήσεων για την οικονομία γίνεται για τις συντάξεις, τους μισθούς των δημοσίων υπαλλήλων και την προστασία κρατικών συστημάτων.

Και το ζητούμενο εδώ είναι, ποιος μας κρατάει ακόμα στη ζωή και δεν μας κόβει  το οξυγόνο για να υποστούμε το σοκ. Περνούν τα χρόνια, περνούν οι εκλογές, αλλάζουν τα πρόσωπα και τα συνθήματα μένουν ίδια. Ποιος νοιάζεται για μνημόνια και αντιμνημόνια; Αν δεν σπάσει ολόκληρο το απόστημα του δημοσίου, δεν υπάρχει καμία περίπτωση να επέλθει  διάθεση για ανάπτυξη στη χώρα. Ούτε από μέσα ούτε απ΄έξω. Κανένα υγιές κεφάλαιο δεν σκοπεύει να επενδύσει ή να εμπλακεί  σε μια κρατικοδίαιτη και εξαρτημένη οικονομία από τις διαθέσεις του κάθε  «υπηρεσιακού υπαλλήλου» που ακολουθεί οδηγίες δια μέσου του κρατισμού.

Παλιότερα μπορεί όλοι να  έκαναν «δουλειές» με το κράτος αλλά ήξεραν ότι τουλάχιστον θα απολάμβαναν  την σταθερότητα της  ευρωπαϊκής οικονομίας. Τώρα όμως που  αιωρείται μόνιμα  η απειλή  της εξόδου από το διεθνές σύστημα, το ίδιο το κράτος και το πολιτικό σύστημα δεν μπορεί να εγγυηθεί τίποτα και σε κανέναν.

Είμαστε λοιπόν, κλεισμένοι σε ένα αδιέξοδο και η χρεοκοπία δεν έρχεται. Όλο αισθανόμαστε να πλησιάζει αλλά μυρίζουμε μόνο τη μούχλα από τη σκιά της. Κι ενώ  η αλήθεια είναι πολύ σκληρή και αδυσώπητη, δεν θέλουμε να τη δούμε, από «καφκική οκνηρία»: Αν δεν  διαλύσουμε το κράτος του δημοσίου, ανάπτυξη στη χώρα δεν έρχεται. Αν δεν άρουμε τη μονιμότητα και δεν ανανεώσουμε όλες τις κρατικές δομές με νέους μορφωμένους ανθρώπους, δεν μπορούμε να περιμένουμε τίποτα, παρά μόνο να πέσει πάνω μας, ο βράχος της χρεοκοπίας, με την ταυτόχρονη διάλυση της χώρας.

Να  ταιριάξουν  οι αφηγήσεις αυτών που γράφουν τα δικά τους σενάρια, με τις δικές μας και να χωρέσουμε κάπου ως «εγκιβωτισμός» και «παρέκβαση». Άλλη  έξοδο δεν βλέπω. Γιατί δυστυχώς, έτσι ήμασταν πάντα κι έτσι θα συνεχίσουμε «βιαστικοί και ελάχιστοι»!

 

 

Πηγή: Capital