από Αθανάσιο Παπανδρόπουλο
δημοσιεύθηκε στην ιστοσελίδα www.pro-europa.eu/gr
Όταν ο γενικός γραμματέας του ΟΟΣΑ κ. Άνχελ Γκουρία δηλώνει χωρίς περιστροφές ότι κάποιοι επιδιώκουν την καταστροφή του ευρώ, ενδεχομένως δε και τη διάλυση της Ευρώπης, σίγουρα γνωρίζει εκ των ένδον τί συμβαίνει…
Ναι, στο διεθνές γαλλικό κανάλι «Φρανς 24» ο γενικός γραμματέας του Οργανισμού Οικονομικής Συνεργασίας και Αναπτύξεως (ΟΟΣΑ) κ. Άνχελ Γκουρία δήλωσε ξεκάθαρα σε συνέντευξή του ότι «κάποιοι κερδοσκόποι και άλλοι τινες επιδιώκουν την κατάρρευση του ευρώ για λόγους που εύκολα γίνονται αντιληπτοί…». Ταυτόχρονα, όμως, οι ίδιοι κύκλοι τροφοδοτούν και μία μαζική παραπληροφόρηση γύρω από τα ευρωπαϊκά δρώμενα, με αποτέλεσμα ο απλός πολίτης να μην καταλαβαίνει απολύτως τίποτε. Δυστυχώς δε σχεδόν ανύπαρκτος είναι και ο τεκμηριωμένος αντίλογος στα όσα χύδην κυκλοφορούν εις βάρος της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Ας δούμε, όμως, τί μπορεί να συμβαίνει.
Το ευρωπαϊκό πείραμα που δρομολογήθηκε μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο είναι μοναδικό στον κόσμο –κάτι που αναγνωρίζουν ακόμη και οι εχθροί του. Διότι, ιστορικά, για πρώτη φορά κράτη έθνη που προκάλεσαν δύο παγκόσμιους πολέμους αποφάσισαν να δημιουργήσουν μία ένωση η οποία, ναι μεν υπαγορεύθηκε από πολιτικούς λόγους, αλλά για να προχωρήσει στηρίχθηκε στην οικονομική και νομισματική της ολοκλήρωση. Και η τελευταία, αν και βρίσκεται πάντα σε φάσεις βελτιώσεων και προσαρμογών, έχει επιτρέψει μέχρι σήμερα στην Ευρώπη να είναι η πρώτη εμπορική δύναμη στον κόσμο και να διαθέτει το δεύτερο παγκόσμιο αποταμιευτικό νόμισμα, το ευρώ. Επίσης, χάρη στα 60 χρόνια ειρήνης που γνώρισε η Γηραιά Ήπειρος, κατάφερε μέσα από τις υψηλές αναπτυξιακές της επιδόσεις στις τρεις πρώτες μεταπολεμικές δεκαετίες να αποκτήσει ένα ζηλευτό επίπεδο κοινωνικών παροχών οι οποίες σήμερα συνθέτουν το διεθνώς γνωστό «ευρωπαϊκό κράτος ευημερίας».
Εύκολα καταλαβαίνει κανείς ότι αυτά τα ευρωπαϊκά μεταπολεμικά επιτεύγματα δεν έχουν μόνον φίλους και θαυμαστές. Η Ευρώπη έχει επίσης σκληρούς εσωτερικούς και εξωτερικούς εχθρούς, που απεργάζονται την διάλυσή της –η κάθε πλευρά, ωστόσο, για διαφορετικούς λόγους. Οι εξωτερικοί της εχθροί θέλουν να περιορίσουν την οικονομική και εμπορική της δύναμη και να συρρικνώσουν ένα δημοκρατικό κοινωνικό κράτος το οποίο θεωρούν προκλητικό για τα δεδομένα άλλων λαών. Οι εσωτερικοί εχθροί της Ευρώπης κατά κανόνα εντοπίζονται στις ακραίες πολιτικές δυνάμεις οι οποίες «οραματίζονται» άλλες εποχές. Υπάρχει, τέλος, και μία ορισμένη φιλελεύθερη μερίδα Ευρωπαίων οι οποίοι θεωρούν ότι τα ευρωπαϊκά θεσμικά όργανα συνιστούν μία νέου τύπου συγκεντρωτική και αυταρχική εξουσία, η οποία δεν έχει την απαραίτητη λαϊκή αναγνώριση. Επικρίνουν έτσι την «Ευρώπη των επιδοτήσεων και της γραφειοκρατίας», η οποία, κατά την αντίληψή τους, στερείται και δημοκρατικής νομιμότητας. Οι δυνάμεις αυτές, όμως, θέλουν θεσμική αλλαγή στην ΕE και όχι την κατάργησή της.
Γεγονός είναι ότι το ευρωπαϊκό οικοδόμημα που συνέλαβαν οι Ζαν Μονέ, Ρομπέρ Σουμάν και άλλοι σίγουρα δεν διεκδικεί εύσημα τελειότητας. Η τελειότητα δεν υπάρχει και ούτε θα υπάρξει. Όμως, η διαδικασία της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης που ξεκίνησε από την Ρώμη στις 25 Μαρτίου 1957 επιδέχεται συνεχώς βελτιώσεων και σήμερα, 55 χρόνια μετά την δρομολόγησή της, σίγουρα βρίσκεται σε μία αποφασιστική καμπή της ύπαρξής της. Πρόκειται για την καμπή των ζωτικών αποφάσεων υπό συνθήκες κρίσης και αμφισβήτησης του εγχειρήματος ως προς το νομισματικό κυρίως σκέλος του.
Στο πλαίσιο αυτό, οι μεν εχθροί της Ευρώπης έχουν κάθε λόγο να προωθούν την διάλυσή της, οι δε επικριτές της εκμεταλλεύονται την ευκαιρία για να προβάλλουν και να προωθήσουν επικοινωνιακά μιαν «άλλη Ευρώπη» προσαρμοσμένη στις δικές τους, ιδεολογικές κυρίως, αντιλήψεις. Έτσι, με επίκεντρο τα αγγλοσαξωνικά μέσα μαζικής ενημέρωσης (ΜΜΕ) προβάλλονται θεωρίες διαλύσεως της ευρωζώνης ή εξόδου από αυτήν χωρών όπως η Ελλάδα. Προς τεκμηρίωση δε των θεωριών τους, οι υπέρμαχοι της διαλύσεως ή της ελληνικής εξόδου επικαλούνται θεωρητικές και ιδεολογικές καταστάσεις, αφήνοντας εντελώς κατά μέρος την ιστορική πραγματικότητα –που κατά κανόνα είναι και κορυφαία πηγή κεκτημένης εμπειρίας. Στους οπαδούς λοιπόν αυτών των απόψεων θα πρέπει να υπενθυμίσουμε κάποια γεγονότα.
Επισημαίνεται κατ’ αρχήν ότι η ευρωπαϊκή πορεία προς το ενιαίο νόμισμα συμπληρώνει φέτος 33 χρόνια, της δε δημιουργίας του ευρώ προηγήθηκαν το Ευρωπαϊκό Νομισματικό Σύστημα (ΕΝΣ), η Συμφωνία για την Ενιαία Αγορά και η περίφημη Συνθήκη του Μάαστριχτ. Υπενθυμίζεται επίσης ότι το 1992 το Ηνωμένο Βασίλειο απεχώρησε από το ΕΝΣ, αρνούμενο να «υποταχθεί» στους όρους του. Ευθύς μετά την αποχώρηση τον Σεπτέμβριο 1992, η τότε κυβέρνηση υποτίμησε αμέσως την στερλίνα κατά 6% και την άφησε να «γλιστράει», με αποτέλεσμα η τελική υποτίμηση να φθάσει το 30%.
Τα αποτελέσματα της υποτιμήσεως αυτής στην βρεταννική οικονομία υπήρξαν τα ακόλουθα: Ο πληθωρισμός, από 0,4% το 1992, έφθασε το 7% το 1995. Το έλλειμμα, από -0,3% πέρασε σε θετικό πρόσημο 0,1%, για να επιδεινωθεί στην συνέχεια λόγω του πληθωρισμού. Ο τελευταίος, εξάλλου, επηρέασε αρνητικά το πλεόνασμα του εμπορικού ισοζυγίου, το οποίο είχε δημιουργηθεί λόγω ανόδου των βρεταννικών εξαγωγών. Από πλευράς ανάπτυξης, η βρεταννική οικονομία πέρασε, από το -0,5% αρνητικό πρόσημο το 1992, στο +4% το 1994, για να πέσει ωστόσο στο +2% την επόμενη χρονιά.
Όπως αναγνωρίζει σήμερα και ο πρώην υπουργός Οικονομικών και πρωθυπουργός της χώρας κ. Γκόρντον Μπράουν, η έξοδος του Ηνωμένου Βασιλείου από το ΕΝΣ υπήρξε αρνητική, διότι τελικά ο πληθωρισμός απορρόφησε το +0,5% της μέσης ανάπτυξης που γνώρισε η χώρα, ενώ το δημόσιο χρέος της, από 47% του ΑΕΠ το 1992, αντιπροσώπευε σχεδόν το 70% το 1996. Αρνητική κρίνουν επίσης την έξοδο της χώρας από το ΕΝΣ και οι περισσότεροι Βρεταννοί εργοδότες, που τονίζουν ότι, μπορεί το Λονδίνο να εξελίχθηκε σε διεθνή χρηματοοικονομικό πόλο, πλην όμως αυτή του η επιτυχία έγινε εις βάρος της βρεταννικής πραγματικής οικονομίας και της παραγωγικής της ενισχύσεως.
«Πολλοί πίστεψαν ότι με την έξοδο του Ην. Βασιλείου από το ΕΝΣ και την αποχή από την ευρωζώνη, η βρεταννική οικονομία θα ανταποκρινόταν καλύτερα και πιο ανταγωνιστικά στο φαινόμενο της παγκοσμιοποίησης. Κάτι τέτοιο όμως δεν συνέβη. Ταυτόχρονα, πολλές επιχειρήσεις μας διδάχθηκαν ότι οι εξαγωγικές επιδόσεις δεν είναι πάντα συνάρτηση της νομισματικής υποτιμήσεως. Υπάρχουν και άλλοι παράγοντες που υπεισέρχονται στην διαμόρφωση της ανταγωνιστικότητας, όπως για παράδειγμα η τεχνική καινοτομία», λέει ο καθηγητής Οικονομικών Φίλιπ Μπουθ, μέλος και του Βρεταννικού Ινστιτούτου Οικονομικών Υποθέσεων (ΙΕΑ), το οποίο ποτέ δεν έκρυψε την αντιπάθειά του προς την ευρωζώνη. Μία αντιπάθεια περίεργη, ωστόσο, η ανάλυση της οποίας μάλλον θα παρέπεμπε στην ψυχοπαθολογία.
Μία άλλη περίπτωση εξόχως επίκαιρη και διαφωτιστική είναι η έξοδος μιας πρώην γαλλικής αποικίας στην Αφρική, της Δημοκρατίας του Μαλί, από την νομισματική ζώνη του γαλλικού φράγκου (CFA) το 1962. Υπό την πίεση των τότε «προοδευτικών» οικονομολόγων και κυρίως του μαρξίζοντος Σαμίρ Αμίν, η αντιαποικιακή κυβέρνηση της χώρας αποφασίζει να εγκαταλείψει την ζώνη του γαλλικού φράγκου και να «απελευθερωθεί από την αποικιακή γαλλική νομισματική εξάρτηση». Εκδίδει έτσι ένα νέο εθνικό φράγκο, το οποίο μέσα σε μία πενταετία υποτιμήθηκε οκτώ φορές! Την ίδια περίοδο, η σε γαλλικά φράγκα αποταμίευση φεύγει προς την γειτονική Σενεγάλη, παρά το γεγονός ότι η «απελευθερωτική» κυβέρνηση έφθασε να θεσπίσει την θανατική ποινή για παράνομη εξαγωγή συναλλάγματος.
Στο εσωτερικό της χώρας, οι διαδοχικές υποτιμήσεις, η έλλειψη αποταμίευσης αλλά και η έλλειψη εμπιστοσύνης στην οικονομία οδηγούν σε δραματική ύφεση, η οποία καταλήγει σε μία υπό αυταρχική κυβέρνηση εξοντωτική λιτότητα. Παρά τις χρηματοδοτικές ενέσεις διεθνών οργανισμών, η χώρα αδυνατεί να ανακάμψει, γεγονός που έχει και οδυνηρές πολιτικές συνέπειες. Διότι, υπό την πίεση των γεγονότων, η «εθνικοαπελευθερωτική» κυβέρνηση γίνεται ακόμα πιο αυταρχική, ενώ στους κόλπους της –ως είθισται σε αυτές τις περιπτώσεις– η λεηλασία και η διαφθορά πήγαιναν χέρι-χέρι. Έτσι, μπροστά στον κίνδυνο της πλήρους κατάρρευσης, η Δημοκρατία του Μαλί επανέρχεται το 1984 στην ζώνη του φράγκου.
Στην ζώνη αυτή σήμερα συμμετέχουν 15 χώρες κατανεμημένες σε τέσσερα γκρουπ. Όλες αυτές οι χώρες –τα νομίσματα των οποίων αντιπροσωπεύουν το 3% της νομισματικής αξίας του ευρώ– χαρακτηρίζονται από νομισματική σταθερότητα, χαμηλότατο πληθωρισμό και ικανοποιητική ανάπτυξη. Ακόμα, επειδή συμμετέχουν στην ζώνη του φράγκου η οποία συνδέεται με το ευρώ, παρά την κρίση του τελευταίου, οι χώρες μέλη του CFA χαίρουν ιδιαίτερης διεθνούς φερεγγυότητας, η οποία αποτυπώνεται και στο επίπεδο του δανεισμού τους.
Το γενικότερο δίδαγμα, συνεπώς, που προκύπτει από τις δύο προαναφερόμενες περιπτώσεις είναι ότι η έξοδος από νομισματικές ζώνες, ιδιαίτερα όταν στις τελευταίες υπάρχει και ενιαία αγορά με ελεύθερη διακίνηση αγαθών, υπηρεσιών, κεφαλαίων και προσώπων, είναι καταδικαστική για τις χώρες που την αποφασίζουν. Όσο για τις θεωρίες που συνηγορούν για την διάσπαση της ευρωζώνης, καλόν θα ήταν να διερωτηθεί κανείς ποιος είναι ο απώτερος και σαφώς άδηλος στόχος τους.
Όπως δήλωσε ξεκάθαρα και ο γενικός γραμματέας του Οργανισμού Οικονομικής Συνεργασίας και Αναπτύξεως (ΟΟΣΑ) κ. Άνχελ Γκουρια στο γαλλικό διεθνές κανάλι «Φρανς 24», οι κερδοσκοπικές και άλλες επιθέσεις κατά του ευρώ έναν και μόνο σκοπό εξυπηρετούν: την διάλυση της ευρωζώνης και, γιατί όχι, και αυτήν της Ευρωπαϊκής Ένωσης. «Αγνοούν όμως όλοι αυτοί ότι η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα έχει στην κατοχή της κάποια μπαζούκας, αχρησιμοποίητα για την ώρα…», είπε με αινιγματικό χαμόγελο ο επικεφαλής του ΟΟΣΑ. Πιθανώς δε –εικάζουμε εμείς– τα μπαζούκας αυτά δεν χρησιμοποιούνται αν δεν δημιουργηθούν στην ευρωζώνη και οι βέλτιστες μακροοικονομικές προϋποθέσεις για την χρησιμοποίησή τους. Ήτοι, η δημοσιονομική σύγκλιση και οι απαραίτητες βελτιωτικές της ανταγωνιστικότητας μεταρρυθμίσεις. Και αυτές, όμως, είναι καθ’ οδόν. Και προετοιμάζουν το ευρωπαϊκό μέλλον πολύ πιο στέρεα από αυτό που «οραματίζονται» οι εχθροί της Ευρώπης.
Πηγή: http://www.pro-europa.eu/gr/index.php/thema/18-i-evropi-tou-euro-kai-oi-exthroi-tis
Got something to say? Go for it!