Επιλεγμένα αποσπάσματα από το κεφάλαιο «Γενικά περί οικονομικής ανάπτυξης» του βιβλίου «Η εποχή των αναταράξεων» του Άλαν Γκρίνσπαν εκδόσεις Ωκεανίδα

economic-growth

Πολύ πριν γράψει ο Άνταμ Σμίθ το αριστούργημα του Έρευνα για τη φύση και τα αίτια του πλούτου των εθνών το 1776, οι άνθρωποι αναζητούσαν τον συντομότερο και λιγότερο πολύπλοκο δρόμο προς την ευημερία. Είναι μια αναζήτηση χωρίς τέλος. Ακόμη κι έτσι όμως, όλα τα δεδομένα μας δείχνουν τρία σημαντικά γενικά χαρακτηριστικά που επηρεάζουν την παγκόσμια ανάπτυξη: 1) την έκταση του εσωτερικού ανταγωνισμού και, ιδιαίτερα για τον αναπτυσσόμενο κόσμο, το κατά πόσο η χώρα είναι ανοιχτή στο εμπόριο και στις αλληλεπιδράσεις με τις άλλες χώρες, 2) την ποιότητα των θεσμών που είναι απαραίτητοι για τη λειτουργία μιας οικονομίας και 3) το κατά πόσο οι πολιτικοί μιας χώρας εφαρμόζουν τα μέτρα που είναι απαραίτητα για τη μακροοικονομική σταθερότητα.

Όμως, ενώ φαίνεται να υπάρχει γενική ομοφωνία στο ότι αυτές οι τρεις προϋποθέσεις είναι απαραίτητες για την ευημερία, υποπτεύομαι ότι εάν κάναμε μια δημοσκόπηση ανάμεσα σε ειδικούς στην οικονομική ανάπτυξη, πολλοί δεν θα τις έδιναν με την ίδια σειρά και ίσως μάλιστα να υπογράμμιζαν κάποιες αποχρώσεις της καθεμίας. Η εμπειρία μου με οδηγεί στο συμπέρασμα ότι το κρατικά εξασφαλισμένο δικαίωμα στην ιδιοκτησία είναι ο βασικός θεσμός που επιτρέπει την ανάπτυξη. Γιατί αν αυτό το δικαίωμα δεν επιβαλλόταν άνωθεν, το ανοιχτό εμπόριο και τα τεράστια κέρδη του ανταγωνισμού και του συγκριτικού πλεονεκτήματος θα έπασχαν σοβαρά.

Οι άνθρωποι γενικά δεν καταβάλλουν την απαραίτητη προσπάθεια για τη συγκέντρωση του απαραίτητου κεφαλαίου προς οικονομική ανάπτυξη, εάν το κεφάλαιο αυτό δεν είναι δικό τους. Η ιδιοκτησία φυσικά μπορεί να εξαρτάται από πολλούς παράγοντες. Είμαι ο απόλυτος κύριος ενός κομματιού γης ή υπάρχουν διάφορες δεσμεύσεις και δικαιώματα άλλων ώστε η γη αυτή να μου είναι πρακτικά άχρηστη; Ή, το πιο σημαντικό απ’ όλα, εάν μια κυβέρνηση μπορεί κατά βούληση να μου αρπάξει την περιουσία, πόση αξία έχουν τα ιδιοκτησιακά δικαιώματα μου; Εάν ζω με τον συνεχή φόβο της κατάσχεσης της περιουσίας μου, πόση προσπάθεια είμαι διατεθειμένος να επενδύσω για να τη βελτιώσω; Και σε ποια τιμή θα μπορούσα να την πουλήσω;

Όλα αυτά τα χρόνια δεν παύει να με εκπλήσσει η δυναμική που διαθέτει ακόμη και μια ασήμαντη μικρή ιδιοκτησία. Όταν η Κίνα παραχώρησε υποτυπώδη δικαιώματα ιδιοκτησίας στους αγρότες που καλλιεργούσαν τα τεράστια κοινόχρηστα χωράφια, η παραγωγή ανά μονάδα εδάφους και τα επίπεδα ζωής των αγροτών ανέβηκαν σημαντικά. Και για τον κεντρικό σχεδιασμό της Σοβιετικής Ένωσης ήταν μεγάλη ντροπή το ότι το μεγαλύτερο μέρος των αγροτικών προϊόντων προερχόταν από «ιδιωτικά»  χωράφια, τα οποία αποτελούσαν ένα ελάχιστο ποσοστό του συνόλου της καλλιεργήσιμης γης.

Εφόσον η ζωή απαιτεί την ύπαρξη υλικής ιδιοκτησίας – τροφίμων, ρουχισμού, στέγης – , οι άνθρωποι χρειάζονται νομική προστασία, έτσι ώστε να μπορούν να διαθέτουν αυτή την ιδιοκτησία χωρίς την απειλή της αυθαίρετης κατάσχεσης της είτε από το κράτος είτε από τον όχλο. Ασφαλώς, πολλοί άνθρωποι αναγκάζονται να ζουν σε ολοκληρωτικές κοινωνίες. Όμως η ζωή τους σε αυτές τις κοινωνίες είναι ζωή κατώτερης ποιότητας. Ο Τζον Λοκ, ο Άγγλος φιλόσοφος του 17ου αιώνα, του οποίου η συνεισφορά στο Διαφωτισμό περιλάμβανε και ένα σύνολο κανόνων, που επηρέασαν βαθύτατα την ιδεολογία των ιδρυτών των Ηνωμένων Πολιτειών, έγραψε το 1690 ότι ο άνθρωπος «έχει από τη φύση του τη δύναμη» να διατηρεί «τη ζωή του και την ιδιοκτησία του έναντι των επιλογών των άλλων ανθρώπων».

Η έννοια του δικαιώματος στην ιδιοκτησία και σε άλλα κερδοφόρα πάγια παραμένει δυστυχώς υπό αίρεση, ειδικά σε κοινωνίες οι οποίες ακόμη πιστεύουν ότι η επιδίωξη του κέρδους δεν είναι απολύτως ηθική. Βασικός σκοπός των δικαιωμάτων στην ιδιοκτησία, στο κάτω κάτω, είναι η προστασία των περιουσιακών στοιχείων έτσι ώστε να μπορούν να χρησιμοποιηθούν για την παραγωγή κέρδους. Τα δικαιώματα αυτά δεν μπορούν να υποστηριχθούν σε μια κοινωνία όπου υπάρχουν ακόμη σημαντικά υπολείμματα της άποψης του Μαρξ ότι η ιδιοκτησία είναι «κλοπή». Αυτή η άποψη στηρίζεται στο αξίωμα ότι ο πλούτος που παράγεται υπό έναν καταμερισμό εργασίας παράγεται από κοινού και άρα ανήκει στην κοινότητα. Οποιαδήποτε δικαιώματα διαθέτει το άτομο πρέπει επομένως να έχουν «κλαπεί» από την κοινωνία ως σύνολο. Μια τέτοια άποψη φυσικά προϋπήρχε του Μαρξ και έχει βαθιές ρίζες σε πολλές θρησκείες.

Η προϋπόθεση της ατομικής ιδιοκτησίας και της νόμιμης μεταβίβασης της πρέπει να είναι βαθιά ριζωμένη στην κουλτούρα μιας κοινωνίας για να μπορεί να λειτουργήσει απρόσκοπτα η οικονομία της ελεύθερης αγοράς. Στη Δύση, η ηθική εγκυρότητα του δικαιώματος στην ιδιοκτησία είναι αποδεκτή, ή τουλάχιστον ανεκτή, από ολόκληρο σχεδόν τον πληθυσμό. Οι απόψεις για την ατομική ιδιοκτησία περνούν από τη μία γενιά στην άλλη μέσα από τις οικογενειακές αξίες και την εκπαίδευση. Αυτές οι νοοτροπίες προκύπτουν από τις βαθύτερες αξίες που καθορίζουν τις κοινωνικές αλληλεπιδράσεις και υπάρχουν στις συνειδήσεις των ανθρώπων. Γι’ αυτό και η μετάβαση στο τι διδάσκει ένα έθνος στα παιδιά του είναι ένα δυσκολότατο έργο που δεν μπορεί να ολοκληρωθεί από τη μια μέρα στην άλλη…

…Ενώ η ευνομία και τα δικαιώματα ιδιοκτησίας είναι για μένα ο πιο βασικός θεσμικός στύλος της οικονομικής ανάπτυξης και ευημερίας, κάποιοι άλλοι παράγοντες παίζουν εξίσου σημαντικό ρόλο.

Η ιστορία μας δείχνει ότι κοινωνίες που επιζητούν υψηλά επίπεδα άμεσης ευημερίας και είναι διατεθειμένες να δανειστούν από τις μελλοντικές γενιές για να το πετύχουν, κατά κανόνα καταλήγουν σε υπερπληθωρισμό και στασιμότητα. Οι οικονομίες που χαρακτηρίζουν αυτού του τύπου τις κοινωνίες έχουν κατά κανόνα μεγάλα κυβερνητικά ελλείμματα στον προϋπολογισμό τους, τα οποία καλύπτονται από πληθωριστικό χρήμα. Ο συνακόλουθος πληθωρισμός οδηγεί στην ύφεση, ή και ακόμη χειρότερα, συχνά επειδή και οι κεντρικές τράπεζες αναγκάζονται να πάρουν ακραία μέτρα. Κατόπιν, η διαδικασία ξαναρχίζει από την αρχή. Μερικές χώρες της Λατινικής Αμερικής ήταν ιδιαίτερα επιρρεπείς σε αυτή τη λαϊκιστική ασθένεια…και με λύπη μου πρέπει να πω ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής σε αυτή την ασθένεια δυστυχώς δεν έχουν ανοσία.

Μια σπάνια αναφερόμενη αλλά σημαντική μακροοικονομική παράμετρος οικονομικής επιτυχίας είναι επίσης η ευελιξία μιας οικονομίας και άρα η ανθεκτικότητα της στις ισχυρές δονήσεις. Η ανάκαμψη της αμερικανικής οικονομίας μετά την 11η Σεπτεμβρίου είναι απόδειξη της σημασίας αυτής της ευελιξίας. Επιπλέον, η ευελιξία και η έκταση των δικαιωμάτων στην ιδιοκτησία σχετίζονται μεταξύ τους. Για να υπάρχει ευελιξία, η ανταγωνιστική αγορά πρέπει να είναι ελεύθερη να αυτοπροσαρμόζεται, πράγμα που σημαίνει ότι αυτοί που συμμετέχουν στην αγορά πρέπει να είναι ελεύθεροι να διαθέτουν την περιουσία όπως θεωρούν εκείνοι πρέπον. Οι διάφοροι περιορισμοί στις τιμολογήσεις, στα δάνεια, στις συγχωνεύσεις και τις εμπορικές πρακτικές κατά κανόνα πάντα επιβράδυναν την ανάπτυξη. Το αντίθετο ακριβώς, η απελευθέρωση, συνδέεται όλο και περισσότερο με την έννοια της «μεταρρύθμισης». (Έξι δεκαετίες μόλις πριν, η «μεταρρύθμιση» ήταν συνώνυμη με την επιβολή κανόνων στην επιχειρηματικότητα. Οι ιδέες υπαγορεύουν την πολιτική.)

Ένα άλλο σημαντικό προαπαιτούμενο για τη σωστή λειτουργία του καπιταλισμού της αγοράς σπάνια αναφέρεται στους παράγοντες που συντελούν στην οικονομική ανάπτυξη και στην άνοδο του επιπέδου διαβίωσης: η εμπιστοσύνη στον λόγο των άλλων. Εκεί που ισχύει η έννομη τάξη, παρ’ όλο που ο καθένας έχει το δικαίωμα να ζητήσει αποζημίωση μέσω του νόμου εάν νομίζει ότι αδικείται, θα αρκούσε να καταλήξει στα δικαστήρια ένα πολύ μικρό ποσοστό των υπό εκπλήρωση συμβολαίων για να καταρρεύσει εντελώς το δικαστικό σύστημα συμπαρασύροντας και την ικανότητα της κοινωνίας να κυβερνάται από το γράμμα του νόμου.

Αυτό σημαίνει ότι σε μια ελεύθερη κοινωνία που στηρίζεται στα δικαιώματα και στις υποχρεώσεις των πολιτών της, η συντριπτική πλειονότητα των συναλλαγών πρέπει να είναι εθελοντική, και αυτό κατ’ ανάγκην προϋποθέτει εμπιστοσύνη στο λόγο εκείνων με τους οποίους συναλλασσόμαστε, σχεδόν σε κάθε περίπτωση ξένων προς εμάς. Αξίζει να παρατηρήσουμε ότι μεγάλος αριθμός συμβολαίων, ιδιαίτερα στις χρηματοοικονομικές αγορές, είναι αρχικά προφορικός, και επιβεβαιώνεται από ένα γραπτό κείμενο κατά κανόνα αργότερα, ακόμη και μετά από τιμολογιακές μεταβολές. Είναι αξιοσημείωτο το πόση εμπιστοσύνη δείχνουμε στο φαρμακοποιό, ο οποίος εκτελεί τη συνταγή του γιατρού μας. Ή το πόση εμπιστοσύνη δείχνουμε στους κατασκευαστές των αυτοκινήτων μας – ότι θα λειτουργούν σύμφωνα με τις προδιαγραφές. Δεν είμαστε ανόητοι. Βασιζόμαστε στο συμφέρον των άλλων να επιδεικνύουν εμπορική πίστη. Σκεφτείτε απλώς πόσο λίγες συναλλαγές θα ολοκληρώνονταν εάν δεν ζούσαμε μέσα σε αυτό το πολιτιστικό περιβάλλον. Ο καταμερισμός της εργασίας – τόσο απαραίτητος για τη βελτίωση του επιπέδου ζωής – δεν θα υπήρχε.

Η υλική ευημερία, δηλαδή η δημιουργία πλούτου, έχει ως προϋπόθεση την ανάληψη ρίσκου. Δεν είμαστε σίγουροι εάν οι ενέργειες μας για την απόκτηση τροφής, ρούχων και στέγης, παραδείγματος χάρη, θα πετύχουν. Όμως όσο μεγαλύτερη είναι η εμπιστοσύνη μας στους ανθρώπους με τους οποίους εμπορευόμαστε, τόσο μεγαλύτερη είναι η συσσώρευση πλούτου. Σε ένα σύστημα αγοράς βασισμένο στην εμπιστοσύνη, η φήμη και η υπόληψη έχουν σημαντική οικονομική αξία. Το καλό όνομα, είτε απεικονίζεται στον ισολογισμό της επιχείρησης είτε όχι, είναι σημαντική συνιστώσα της αγοραίας αξίας μιας εταιρίας.

Το καλό όνομα και η εμπιστοσύνη την οποία εμπνέει ήταν πάντα για μένα το βασικό προαπαιτούμενο του καπιταλισμού της αγοράς. Οι νόμοι δεν μπορούν να καθορίζουν παρά μόνο ένα μικρό κλάσμα των καθημερινών δραστηριοτήτων στην αγορά. Όταν η εμπιστοσύνη χάνεται, η ικανότητα ενός έθνους να συνδιαλλαγεί υπονομεύεται ριζικά. Οι αβεβαιότητες που γεννιούνται στην αγορά από μη συνεπείς συναλλασσόμενους αυξάνουν τον πιστωτικό κίνδυνο και μαζί με αυτόν τα πραγματικά επιτόκια…

…Μεγαλύτερη έκπληξη από οποιαδήποτε λίστα βασικών προϋποθέσεων για την ανάπτυξη και τη βελτίωση των συνθηκών ζωής προκαλούν αυτά που δεν θα έμπαιναν κατά κανέναν τρόπο στη λίστα. Πώς είναι δυνατόν η αφθονία πλουτοπαραγωγικών πηγών – πετρέλαιο, φυσικό αέριο, χαλκός, σιδηρομετάλλευμα – να μη συνεισφέρει σημαντικά στην παραγωγή και στον πλούτο ενός κράτους; Είναι παράδοξο αλλά οι περισσότεροι αναλυτές συμφωνούν ότι, ιδιαίτερα στις αναπτυσσόμενες χώρες, η αφθονία φυσικών πλουτοπαραγωγικών πηγών, τείνει να χαμηλώσει παρά να ανεβάσει το επίπεδο ζωής.

Ο κίνδυνος προέρχεται από μια οικονομική «ασθένεια» που έχει αποκληθεί «ολλανδική νόσος». (Ο Economist καθιέρωσε τον όρο στη δεκαετία του 1970 για να περιγράψει τα προβλήματα που αντιμετώπισαν οι βιομήχανοι της Ολλανδίας όταν ανακαλύφθηκε εκεί φυσικό αέριο.) Η ολλανδική νόσος χτυπάει όταν η ζήτηση από το εξωτερικό για ένα εξαγώγιμο προϊόν ανεβάζει την ισοτιμία του νομίσματος της χώρας που πραγματοποιεί την εξαγωγή. Αυτή η αύξηση της αξίας του νομίσματος κάνει λιγότερο ανταγωνιστικές τις εξαγωγές των άλλων προϊόντων της χώρας. Οι αναλυτές αναφέρουν συχνά αυτό το παράδειγμα για να εξηγήσουν γιατί οι σχετικά φτωχές ενεργειακά χώρες όπως το Χονγκ Κονγκ, η Ιαπωνία και η Δυτική Ευρώπη ευδοκιμούν οικονομικά, ενώ οι πλούσιες σε πετρέλαιο Νιγηρία και άλλες χώρες δυστυχούν….

…Ο εύκολος και χωρίς ιδιαίτερη προσπάθεια πλουτισμός, καθώς φαίνεται, τείνει να μειώσει την παραγωγικότητα. Κάποιες πετρελαιοπαραγωγές χώρες του Κόλπου έχουν δώσει τόσο πολλά προνόμια στους πολίτες τους, ώστε όσοι δεν έχουν ιδιαίτερη διάθεση να δουλέψουν, απλώς δεν δουλεύουν. Οι κοινές καθημερινές εργασίες εκτελούνται από μετανάστες και ξένους εργάτες, οι οποίοι με μεγάλη τους χαρά εισπράττουν τους παχυλούς για εκείνους μισθούς. Οι πολιτικές επιπτώσεις είναι εξίσου αρνητικές: μια άρχουσα κλίκα μπορεί να χρησιμοποιήσει ένα μέρος του κρατικού εισοδήματος για να αποκοιμίσει τον πληθυσμό και να του αφαιρέσει κάθε διάθεση να εκδηλωθεί κατά του καθεστώτος…