από Τηλέμαχο Μαράτο

δημοσιεύθηκε στην Εστία στις 19.01.2013

 

Την Τετάρτη το βράδυ κατεβαίνοντας την Αλεξάνδρας παρετήρησα τρία Φαρμακεία ανοικτά και φωταγωγημένα. Η μεγάλη πράσινη φωτεινή πινακίδα ήταν ορατή από μεγάλη απόσταση. Το εσωτερικό, ορατό και αυτό – διότι η πρόσοψη ήταν γυάλινη και διαφανής – έδειχνε μία ωραία εικόνα, με τους υπαλλήλους – με τις λευκές ποδιές – και πελάτες που ψώνιζαν. Μια εικόνα παρόμοια με αυτήν που βλέπουμε σε πολιτισμένες χώρες του ελεύθερου κόσμου. Ήταν όμως Τετάρτη βράδυ – όπως είπαμε – και εδώ είναι Ελλάδα. Μας το υπενθύμισε η θλιβερή όψη του επόμενου – σκοτεινού – Φαρμακείου  που υπείκων στην εντολή του Συνδικάτου, παρέμενε μίζερο και σκοτεινό, έχοντας όμως αναρτήσει πίσω από το τζάμι τον κατάλογο των Φαρμακείων που επιτρέπει το Συνδικάτο να είναι ανοιχτά. Ο κατάλογος αυτός είναι φωτισμένος με μια λυχνία μεγέθους δαχτυλήθρας, ισχύος ενός κτηρίου, το πολύ, που δεν φωτίζει ούτε τον εαυτό της.

Όποιος αναζητά Φαρμακείο το βράδυ – όταν είναι κλειστά – καλείται να προσπαθήσει, σε κατάσταση κάποιας ανησυχίας, και δυσκολίας σταθμεύσεως, να το ανακαλύψει, σαν να παίζει σε παιχνίδι κρυμμένου θησαυρού, μεταξύ των Λεωφόρων Ηρώων Πολυτεχνείου και Εθνικής Αντιστάσεως, που κανείς διαβάτης δεν ξέρει που είναι, διότι, συνήθως: «δεν είναι από δω, συγκνώμη…»

Γι’ αυτό η θέα των ανοικτών, συγχρόνων, φωτεινών Φαρμακείων με γέμισε αισιοδοξία. Ήταν φανερό σημάδι ότι κάτι αλλάζει. Έκανα μία στοιχειώδη έρευνα. Φίλος, κάτοικος προαστίου, μου είπε ότι στην περιοχή του υπάρχει Φαρμακείο ανοιχτό κάθε μέρα (και τις Κυριακές) μέχρι τις έντεκα το βράδυ. Οι κάτοικοι είναι ενθουσιασμένοι. Συνομιλώντας με άλλον φαρμακοποιό άκουσα ότι του είπε κάποιος, από το «Σωματείο», ότι έμαθαν ότι μερικά που μένουν ανοιχτά «βγάζουν πολλά λεφτά και … πρέπει να τους χτυπήσουμε!» (επί λέξει). Για να «βγάζουν πολλά λεφτά» σημαίνει ότι πολλοί άνθρωποι εξυπηρετήθηκαν. Αλλά είναι φανερό ότι εκείνοι που άνοιξαν τα Φαρμακεία τους ανεκάλυψαν ότι εισπράττουν λεφτά μόνον όταν είναι ανοιχτά. Οι άλλοι βλέπουν μία … κατσίκα που ο γείτων αρμέγει. Και αναζητούν τρόπους να την σκοτώσουν.

Η «γραμμή αμύνης» του Συνδικάτου είναι ότι όσοι θέλουν να ανοίγουν εκτός ωραρίου, πρέπει να το δηλώσουν. «Ομάδες περιφρούρησης» θα τους παρακολουθούν και αν δεν ανοίξουν, «κούνια που τους κούναγε». Υπάρχουν πρόστιμα δεκάδων χιλιάδων Ευρώ. (Πάλι καλά. Γιατί υπάρχουν και άλλες μέθοδοι «πάλης», όπως έχουμε δει κατ’ επανάληψιν).

Τώρα γεννώνται ερωτήματα. Που βρήκε το δικαίωμα ένα συνδικάτο (και δεν έχει το μόνο) να εξασκεί τέτοια αυταρχική εξουσία στα μέλη του; Στην ουσία όμως – και αυτό ισχύει για όλα τα Συνδικάτα – ποιος είναι ο σκοπός του Φαρμακείου (του Λεωφορείου, του Φούρνου κ.τ.λ.); Είναι να παρέχει φάρμακα σε εκείνους που τα χρειάζονται. Ο πολίτης θέλει να αγοράσει, ο φαρμακοποιός να πουλήσει, αλλά πρέπει να συμφωνεί και ο Νομάρχης. Είχα λάθος. Πρέπει να συμφωνεί το Συνδικάτο. Στην Ελλάδα τα Συνδικάτα έχουν κατορθώσει να υποκαταστήσουν την Κρατική εξουσία, ουσιαστικώς να νομοθετούν, και να επιβάλλουν ποινές σε όποια μέλη δεν πειθαρχούν στις αποφάσεις της διοικήσεως τους. Το σκεπτικό είναι ότι «Νόμος είναι το συμφέρον του εργάτη». Σε πολλές περιπτώσεις όμως τα συνδικάτα αποφασίζουν βάσει της «γραμμής» του κόμματος που έχει καταλάβει το προεδρείο κατάφωρα εναντίον του συμφέροντος των μελών, του κοινού, και της χώρας.

Σήμερα εκατοντάδες χιλιάδες Αθηναίων ταλαιπωρούνται λόγω απεργίας στα Μέσα Μεταφοράς. Ο «συμπαθής κλάδος των ταξιτζήδων» ακόμη δεν ανέκαμψε από τα αποτελέσματα της περυσινής απεργίας τους, τα ξενοδοχεία στο κέντρο (και οι εργαζόμενοι σε αυτά) επίσης – βοηθούντων και των «αγώνων της δημοκρατικής πάλης».

Το μήνυμα όμως των ανοικτών φαρμακείων, είναι ένα, κυριολεκτικώς, φωτεινό μήνυμα που αλλάζει την όψη των σκοτεινών δρόμων όπου οι σκοτεινές βιτρίνες και τα άδεια μαγαζιά που έχουν κλείσει, εντείνουν την κατήφεια και την κατάθλιψη του δηλητηριασμένου λαού. Το δηλητήριο εκχέεται, χωρίς ανάπαυλα, χωρίς ωράριο. Από νωρίς το πρωί μέχρι αργά το βράδυ, όπου και να γυρίσει κανείς στα Μέσα, ακούει πως ο λαός «ματώνει», «στραγγαλίζεται», «ποδοπατιέται» … Κατά τους σχολιασμούς των συζητήσεων στην Βουλή ξανακούστηκε ότι: «Ο κόσμος πηδάει από τα μπαλκόνια…». Δεν βαρεθήκατε, μοιρολογίστρες;