από Ευθύμιο Σαββάκη
δημοσιεύθηκε στο www.maga.gr
Σάββατο βράδυ. Όχι πολύ αργά. Σε ένα στενό στην Όλγας. Θεσσαλονίκη. Μία παρέα γυναικών κλείνει την πόρτα σε γειτονικό ρεμπετάδικο και ανηφορίζει για την πιάτσα των ταξί. Πειράγματα, τρανταχτά γέλια και χαμόγελα. Ξάφνου το εξωτερικό φως σε ένα μπαλκόνι ανάβει και μία 50αρα (περιποιημένη κυρία) βγαίνει στο μπαλκόνι και αρχίζει κήρυγμα με ένα ύφος που μπροστά του ακόμα και ο Άνθιμος στα Live του μοιάζει με παιδάκι που απαγγέλλει ντροπαλά σχολικό ποίημα.
«Και τι γέλια είναι αυτά; 12 η ώρα; Να πάτε να χαχανίσετε αλλού! Ξαναελάτε στη γειτονιά μου και θα καλέσω το 100». Αυτό το «100» πρέπει να είναι η παρηγοριά της μέση ελληνίδας χήρας – ανοργασμικιάς όταν θέλει να ακούσει αντρική φωνή. Φουσκοδενδριές η Μαρίτσα, τσουπ «100 εκεί»; «Κάποιος μου πέταξε ένα μανταλάκι στην βεράντα».
Κυριακή πρωί. Λίγο πριν το μεσημεριανό φαγητό. Παιδιά έχουν ανακαλύψει ένα από τα τελευταία πάρκα της Θεσσαλονίκης όπου υπάρχει περισσότερο πράσινο από ναρκομανείς και παίζουν ποδόσφαιρο. Ξαφνικά η αερόμπαλα του ενός με τη στάμπα ενός γουρουνιού ζωγραφισμένη πάνω της ξεφεύγει του αρχικού στόχου (κάτι σαν συνηθισμένη προσπάθεια του Βύντρα στον Παναθηναϊκό δηλαδή) και καταλήγει στη γειτονική αυλή.
Ένας εύσωμος κύριος την αρπάζει, τη σκάει και την πετάει πίσω σαν ρυτιδιασμένο πρόσωπο συνταξιούχου του ΟΓΑ που μόλις αντίκρισε τη νέα του σύνταξη. Τα παιδιά αρπάζουν την μπάλα και αποχωρούν από το πάρκο. Οι ναρκομανείς αντιλαμβάνονται μέσα στα επόμενα 10’ ακόμα ένα άβατο και κάνουν κατάληψη στον χώρο μέχρι να λήξει το ναυτικό εμπάργκο και ο μαυροφορεμένος με το δρεπάνι να τους περάσει απέναντι.
Μάσκες. Όχι πρόσωπα. Μάσκες. Μάσκες με ξανθά μαλλιά, μάσκες καστανές, μάσκες φαλακρές, μάσκες με γαλάζια ματιά. Έτσι καταντήσαμε. Να κλειδώνουμε τα πρόσωπα στο ντουλάπι και να τριγυρνάμε με μάσκες.
Να τριγυρνάμε με νεύρα, να κορνάρουμε με θυμό, να σιχτιρίζουμε το ΑΤΜ και να ξεσπάμε στην τηλεόραση. Θλίψη, στεναχώρια, γκρίζο. Σαν σχολική έκθεση με θέμα την κατάθλιψη και πρόλογο την κρίση. Ένα έθνος που αδυνατεί να χαμογελάσει και αρνείται να κοιτάξει στον ήλιο.
Ένα έθνος που γελάει σιωπηλά και νιώθει ενοχές. Δεν του αξίζει η χαρά. Δεν του αξίζουν τα χαμόγελα με φίλους. Δεν του αξίζει το χάδι της συντρόφου. Η ευτυχία συνοδεύεται πάντα από μία επιφυλακή. Θα έρθει. Σαν το ξημέρωμα μετά τη νύχτα. Το ξέρω πως θα έρθει. Δεν μπορεί να είμαι καλά. Δεν είμαι καλά. Αν είμαι καλά κάτι θα συμβεί. Τύψεις.
Δυσανεξία. Δυσανεξία στον ήλιο, δυσανεξία στο πράσινο, δυσανεξία στη χαρά. Δεν αντέχει πλέον ο Έλληνας τη χαρά. Του δημιουργεί στερητικό σύνδρομο, βγάζει σπυράκια σε όλο του το σώμα και τρίβεται με κακία για να γιατρευτεί. Λίγο ακόμα και θα ποινικοποιηθεί το χαμόγελο. Ποιος είστε κύριε εσείς που θα χαμογελάσατε έξω στο δρόμο; Χαράτσι! Γιατί δείχνετε τα δόντια σας στο διπλανό σας κυρία μου; Χαράτσι!
Θα ανοίγουμε σε λίγο τους λογαριασμούς της ΔΕΗ και θα βλέπουμε. «Κυρία Κοκοβίκου μου, αυτό το μήνα χαμογελάσατε 27 φορές. Χ2 ευρώ η φορά= 54 ευρώ. Κι επειδή χρωστάτε και κάτι χαμόγελα από το 2012, σύνολο 112 ευρώ. Παρακαλώ να καταβληθούν άμεσα στην πλησιέστερη εφορία αλλιώς θα αποδοθούν ποινικές ευθύνες σύμφωνα με τον Νόμο 2011/404 περί ανάρμοστης ευτυχίας».
Κι άντε μετά να πείσεις τον Δικαστή ότι δεν χαμογελούσες στην πραγματικότητα αλλά γλίστρησες σε μία ζαρντινιέρα και μόρφασες από τον πόνο.
Πηγή: maga.gr



Got something to say? Go for it!