από Βασίλη Τσεμάνη
δημοσιεύθηκε στην Εστία
Δακρύζει κανείς όταν κάτι τον στεναχωρεί ιδιαίτερα. Κλαίει πιο σπάνια και ξεσπάει σε λυγμούς ελάχιστες φορές στην ζωή του και για πάρα πολύ σοβαρούς λόγους. Στην οικογένεια μου συνηθίζουμε να κλαίμε στο…σκοτάδι. Το ‘χουν αυτό οι Μακεδόνες, έλεγε ο πατέρας μου και το τηρούσε. Έβγαινε από τον κινηματογράφο τελευταίος όταν έβλεπε έργο με unhappy end – λυπηρό τέλος. Εννοείται ότι σχεδόν ποτέ δεν δάκρυζε παρουσία άλλων. Δίδασκε ότι πρέπει να κρατάει κανείς τον θυμό και την οργή του για…αργότερα. Να ελέγχει τον αποτροπιασμό του για κάτι εξαιρετικά δυσάρεστο, αλλά να μην ξεχνά ποτέ. Το ίδιο κάνω και εγώ.
Τις ημέρες αυτές ξαναθυμηθήκαμε όλοι τα γεγονότα της Marfin στην Σταδίου με τους καμένους ανθρώπους (Μάϊος του 2010). Τρείς και το μικράκι στην κοιλιά της εγκύου – τέσσερις. Και φυσικά, την μεγάλη διαδήλωση για το πρώτο μνημόνιο, τα έκτροπα, τη φρίκη αυτή ενός ανελέητου πολέμου «ενάντια στην αστική τάξη», που τολμώ να πω, συνεχίζεται ακόμα και σήμερα. Με άλλους πρωταγωνιστές και τους ίδιους επικίνδυνους «συνδικαλιστές» της δεκάρας. Με τα γνωστά ψευτο-κόμματα και τις διάφορες νέο-οργανώσεις που συνηθίζουν να εκμεταλλεύονται την οργή των νέων από πολύ παλιά. Οι ίδιοι που μας παρέσυραν στον «εμφύλιο», την στρατιωτική δικτατορία και που με κάθε ευκαιρία κλείνουν δρόμους και εργοστάσια.
Ακόμα περιμένω να δω το μνημείο που θα στήσει ο Δήμος της Αθήνας και η Πολιτεία για να τιμήσει τους επώνυμους νεκρούς της Marfin. Κρίμα τους. Ούτε γράφτηκε μουσική τύπου Θεοδωράκη, ούτε γυρίστηκαν έργα τύπου Αγγελόπουλου, για την θυσία αυτών των νέων. Η ιστορία δυστυχώς αργεί να καταγράψει τους πραγματικούς ήρωες. Και οι μνήμες ξεχνιούνται. Γι’ αυτό υποτίθεται ότι έχουμε τα Πανεπιστήμια και τις Ακαδημίες, την Βουλή των Ελλήνων, τα εκατοντάδες μουσεία μας και χιλιάδες οργανώσεις. Για να μας θυμίζουν την ιστορία μας, ή ότι της ξεφεύγει και μας…καίει ζωντανούς.
Λίγες μέρες μετά την ανθρωποκτονία αυτή εκ προθέσεως, που θα ’λεγαν οι νομικοί, έγινε η κηδεία των θυμάτων. Εδώ και εκεί. Μια από τις κοπέλες, που είχε αν θυμάμαι καλά μόλις γυρίσει από το Λονδίνο, για να δουλέψει σε Ελληνική Τράπεζα, επρόκειτο να ταφεί στο κοιμητήριο του Χαλανδρίου. Ήταν 11 με 12 το πρωί και εργαζόμουνα στο Νοσοκομείο ΥΓΕΙΑ. Ρώτησα που ήταν το νεκροταφείο και αποφάσισα να πάω. Με τον ξένο πόνο ζωγραφισμένο στο πρόσωπο μου. Όταν έφθασα στον τόπο της θλιβερής αυτής τελετής τά ‘χασα. Χίλια και πλέον άτομα είχαν γεμίσει τον χώρο έξω από το ναό. Στα πρόσωπα τους διέκρινες εμφανώς μια βουβή πίκρα, αλλά και μια περίεργη αποφασιστικότητα. Και σκίρτησε μέσα μου, βλέποντας μια ανερχόμενη αστική τάξη, να δείχνει δύναμη μέσα στην θλίψη της. Σαν να έλεγαν σχεδόν φωναχτά: «Η τρομοκρατία δεν θα περάσει από οποιονδήποτε και αν προέρχεται. Είμαστε έτοιμοι να αμυνθούμε». Μόνο φάνηκε προς στιγμήν ότι ήρθε το τέλος των διαδηλώσεων με πέτρες και μάρμαρα. Το τέλος σε πυρκαϊές και μάσκες.
Στις δύσκολες εκείνες στιγμές, άγνωστος μεταξύ αγνώστων, στον περίγυρο του κοιμητηρίου Χαλανδρίου, βλέπω ξαφνικά μπροστά μου μια νέα γυναίκα να γονατίζει στο χώμα δακρυσμένη και να μένει σχεδόν ακίνητη. Με μια απίστευτη αξιοπρέπεια θρηνούσε προφανώς την χαμένη φίλη της. Γύρισα το βλέμμα μου γύρω-γύρω και πρόσεξα καλλίτερα τους χιλιάδες νέους ανθρώπους που ήταν όρθιοι κοντά μου, δίπλα στα σκόρπια κυπαρίσσια, σε απόσταση αναπνοής από την μικρή άσπρη εκκλησία στο βάθος. Ανθρώπους που είχαν μάθει να δουλεύουν σκληρά σε μια τράπεζα. Μια πολυεθνική εταιρεία. Σε ένα εργοστάσιο. Σε ένα νοσοκομείο. Μέσα από την λύπη τους είδα καθαρά με δύναμη να συνεχίζουν την ζωή τους. Έδειχναν αυτό που ήταν. Άνθρωποι πολιτισμένοι 30-40 ετών, που φαινόταν καθαρά ότι αγαπούσαν την πατρίδα τους (και τους φίλους τους) και δεν θα την άφηναν ποτέ να χαθεί στα χέρια σκληρο-πυρηνικών οπαδών της καταστροφής. Μήπως ήρθε η ώρα, σκέφτηκα, μετά από 20-30 χρόνια επιπολαιότητας, να πέσουν τελεσίδικα οι μάσκες; Να βγουν οι κουκούλες της υποκρισίας. Να ξαναφτιαχτούν τα «άθλια» Πανεπιστήμια μας, η «βρωμιά» του γκράφιτι. Να σταματήσει ο πετροπόλεμος, το σπάσιμο με βαριοπούλες των μαρμάρων της συνείδησης μας, στην πλατεία Συντάγματος (το απόγειο της αναρχίας) και οι επιθέσεις στη Βουλή των Ελλήνων.
Δύσκολο να πάρει κανείς θάρρος από μια κηδεία όσο και να είναι άγνωστο το θύμα. Ο ηρωικά χαμένος άτυχος της καθημερινής μας ζωής. Κι όμως πήρα. Μου φάνηκε τότε – έχουν περάσει σχεδόν τρία χρόνια – ότι μέσα στην πένθιμη σιωπή τους οι νέοι αυτοί βροντοφώναξαν: φτάνει πια. Έχει ενδιαφέρον ότι οι ίδιοι αυτοί νέοι αστοί πρόσφατα καταξιώθηκαν πολιτικά σε σημαντικό βαθμό. Ότι προφανώς στηρίζουν την σημερινή κυβέρνηση συνεργασίας. Ότι ξέρουνε και καταλαβαίνουνε ποιοι φταίνε για τα διάφορα μνημόνια. Για τις απάτες που ανεβαίνουν στην επιφάνεια καθημερινά. Ότι η δικαιοσύνη τελευταία δυναμώνει. Μια τάξις μπαίνει στην ζωή μας. Ότι χρωστάμε τιμή και αναγνώριση σε όσους παλεύουν γι’ αυτό. Οι μικρόψυχοι στον πάγκο τους. Αρκετή ιστορική ζημιά έχουν κάνει μέχρι τώρα.
Βεβαίως όλοι έχουμε ακόμα πολύ δρόμο μπροστά μας. Ιδιαίτερα οικονομικό δρόμο. Αλλά θα τα καταφέρουμε. Το ‘χουν οι πραγματικοί Έλληνες. Κλαίνε στο σκοτάδι αλλά έχουν δύναμη στο φως. Αρκεί να έχουν φως. Τα δάκρυα εκείνης της άγνωστης σε μένα γυναίκας, που το πρόσωπο της έλαμπε από αξιοπρέπεια και ανθρωπιά, δεν θα το ξεχάσω ποτέ. Αυτή είναι για μένα η Ελλάδα. Ήταν παλιά. Είναι και σήμερα.
09-02-2013
Got something to say? Go for it!