από Ανδρέα Ζαμπούκα*

δημοσιεύθηκε στο www.capital.gr

 

Το  ζήτημα  των  συλλογικών αποφάσεων, σε κάθε περίπτωση,  γεννά  προβληματισμούς  για  τη  σύγχρονη δημοκρατία. Από τη  συνέλευση  ενός δεκαπενταμελούς σε σχολείο  μέχρι  τις  αποφάσεις  των συνδικάτων  για μία  μαζική απεργία, τίθενται  σοβαρά θέματα δημοκρατικότητας και  δίκαιης λήψης της  απόφασης.

Πραγματικά, δεν γνωρίζω τι γίνεται  σε συνελεύσεις  ξένων  συλλόγων ή  εργατικών σωματείων και  σε τι ποσοστό ορίζει ο νόμος  την   απαρτία. Δεν μπήκα καν στον κόπο να αναζητήσω  στοιχεία. Η δικιά  μου λογική  δεν μπορεί  να  ανεχθεί  μία  παράδοξη και ολοκληρωτική διαδικασία, για τη λήψη των αποφάσεων, είτε  στην Ελλάδα είτε στο εξωτερικό. Κι  αν ο Ελβετός εργαζόμενος  έχει  την  ωριμότητα  να  συμμετέχει μειοψηφικά σε  συγκέντρωση  του σωματείου του και να αναλαμβάνει  την ευθύνη των αποφάσεων για τους άλλους, αυτό δε  συμβαίνει  στην Ιταλία και σίγουρα όχι στην Ελλάδα.

Με τα άρθρα 99 και 100 του Α.Κ. και άλλων διατάξεων,  προβλέπονται  για  τη συμμετοχή  σε συνελεύσεις συλλόγων  ή σωματείων  ποσοστά  που προσβάλλουν την κοινή λογική. Αρχικά λέει το 1/3 των μελών, το 1/4, για  να καταλήξουμε  σε αρκετές περιπτώσεις στο 1/20…. και  αυτό πάλι, δεν είναι βέβαιο. Με  λίγα  λόγια, λαμβάνονται αποφάσεις, σε συνδικάτα, σε  συλλόγους, σε  σχολεία  και σε πανεπιστήμια, από την   ελάχιστη μειοψηφία  των  μελών μιας συλλογικότητας! Και  κανείς δεν αντιδρά. Όλοι  βρίσκουν πολύ φυσιολογικό να  απαριθμεί  ένα  σωματείο, όπως  των εργαζομένων στο μετρό, πάνω από 1.300 εργαζόμενους και  να  συμμετέχουν στη συνέλευση  100. Συνεχίζει  η πολιτεία να ανέχεται  τις  εκφυλισμένες συνελεύσεις των  φοιτητών (ποσοστά συμμετοχής κάτω του 1% των  ενός τμήματος)  για  δεκαετίες, εξευτελίζοντας τους θεσμούς των πανεπιστημίων και  ενισχύοντας τη διάλυσή τους.

Για  τη διατήρηση  αυτής της  νοσηρής κατάστασης, υπάρχουν επιχειρήματα που στην εποχή μας,  είναι  τουλάχιστον γελοία. «Οι διαδικασίες  εκλογής αντιπροσώπων  είναι ρητά ορισμένες από το σύνταγμα και  αυτοί που εκλέγονται  εξουσιοδοτούνται να υπερασπίσουν τα συμφέροντα των άλλων». «Γι΄ αυτό  εκλέγονται αντιπρόσωποι, επειδή είναι τεχνικά αδύνατον να παραβρίσκονται  στις συνελεύσεις  όλα τα μέλη  μιας  ομάδας κοινών  συμφερόντων». «Όποιος ενδιαφέρεται μπορεί να παραβρεθεί, δεν θα τους παρακαλάμε να έρθουν. Αφού δεν συμμετέχουν κακό του κεφαλιού τους…».

Μια  προσεκτική  ανάλυση  των παραπάνω θέσεων   αποκαλύπτει την υποκρισία του νομοθέτη  και φυσικά  τον υφέρποντα αμοραλισμό  αυτών που τα διατυπώνουν.

Πρώτον, εκ των πραγμάτων, αποδείχθηκε  ότι   η πρόβλεψη  του  θεσμικού πλαισίου έχει αποτύχει. Αυτοί που εκλέγονται  είναι συνήθως οι χειρότεροι σε ικανότητες και  ποιότητα πολιτικής κουλτούρας. Δεν υπερασπίζονται, αποδεδειγμένα, τα συμφέροντα της  ομάδας που τους εξέλεξε και χτίζουν πελατειακά δίκτυα , προς όφελος των προσωπικών συμφερόντων τους. Όλοι, χωρίς καμία εξαίρεση, οι συνδικαλιστές των ΔΕΚΟ, των εμπόρων, των ελευθέρων επαγγελματιών, των φοιτητών, ακόμα και οι πρόεδροι δεκαπενταμελών …(Τσίπρας), αποδεικνύουν τον  εναγκαλισμό τους με την εξουσία και  το κομματικό κατεστημένο.

Δεύτερον, αν   είναι τεχνικά αδύνατον να παραβρεθεί   το ενδιαφερόμενο μέλος  στη συνέλευση, τότε  να μη γίνει ποτέ. Άλλο να μην μπορεί να  συμμετέχει  το  30% των μελών και άλλο το  90%. Με   εβδομήντα ανθρώπους στους εκατό είναι λογικό να ληφθούν αποφάσεις, όχι  όμως  να αποφασίζουν οι  δέκα για του υπόλοιπους. Γέμισε η Ελλάδα από προέδρους, αντιπροέδρους , μέλη συμβουλίων , ταμίες και ένα σωρό «φαντασιόπληκτους» που μαζεύονται  σε άδειες αίθουσες  να σώσουν τον κόσμο, ως αυτόκλητοι σωτήρες…

Τρίτον, το  επιχείρημα  για την ανάληψη της προσωπικής ευθύνης για μη συμμετοχή δεν ευσταθεί. Όποιος δε συμμετέχει   σε   συλλογικές διαδικασίες ή συνελεύσεις,  σημαίνει ότι δεν ενδιαφέρεται για  το προσωπικό του συμφέρον  ή ότι  εμπιστεύεται  την κρίση του αντιπροσώπου του; Όχι βέβαια. Το πιθανότερο είναι ότι δηλώνει την πλήρη  αποστροφή του σε  κακόγουστες, αντιδημοκρατικές και  αναποτελεσματικές διαδικασίες λήψης  αποφάσεων. Δε θέλει  να  παραβρεθεί επειδή ξέρει καλά ότι   αυτοί που διοικούν το σύλλογό του είτε  είναι απαξιωμένα  πρόσωπα, χωρίς κύρος, είτε  «απατεώνες» της κομματοκρατίας είτε  αναποτελεσματικοί για  ουσιαστικές λύσεις. Όποιος ανέχεται  δε  σημαίνει ότι  συμφωνεί. Απλά δεν έχει τον τρόπο να διαφωνήσει.

Απ΄ όλα τα παραπάνω, καταλαβαίνει κανείς ότι   η  «παραίσθηση» της  δημοκρατίας  στην Ελλάδα είναι  απλωμένη παντού και όχι μόνο  στο κεντρικό κράτος. Βέβαια, τα  κόμματα την εξέθρεψαν. Είναι  τραγικό να υποκρίνονται  οι πάντες  και να προσπαθούν να διαφυλάξουν  θεσμούς –φαντάσματα. Όταν ένας θεσμός  δεν μπορεί να  εξυπηρετήσει με το  πλαίσιο λειτουργίας του, το πολιτισμικό πλαίσιο, τότε  χάνει τον πυρήνα του, δηλαδή , τη βασική ανάγκη που τον δημιούργησε.

Για  όλα αυτά υπάρχουν λύσεις  και μάλιστα  απόλυτα εφικτές. Απλά, προσποιούμαστε ότι δεν τις βλέπουμε γιατί οι  «πονηροί» δεν θέλουν να αλλάξει τίποτα και οι   «συντηρητικοί» συνήθισαν να φοβούνται τον ίσκιο τους. Κάποιοι λίγοι που ξέρουν να κάνουν τη «δουλειά» είναι απομονωμένοι  από τη μάζα  των  υπολοίπων.

Σε πρώτη φάση  χρειάζεται  μια  αλλαγή του νόμου, όπου θεσμικά θα κατοχυρώνει  την αρχή της πλειοψηφίας στις συνελεύσεις. Κι όταν λέμε πλειοψηφία, εννοούμε των εγγεγραμμένων μελών  και όχι των  συνδικαλιστών ή των παρευρισκομένων. Αν  δεν παρίστανται  πάνω  από το 50%, τουλάχιστον των μελών , να μην λαμβάνεται απόφαση. Από που κι ως που  ερμηνεύεται η αρχή της πλειοψηφίας  ως  «αυτοσυρικνούμενη» ευέλικτη  μειοψηφία αποφάσεων; Ο  νομοθέτης  έχει χρέος να αγρυπνεί κι όταν βλέπει τον εκφυλισμό των θεσμών να τους εκσυγχρονίζει ή να τους καταργεί. Είμαι βέβαιος ότι αν κριθεί απαραίτητη συμμετοχή των μελών, τότε θα κινητοποιούνται αναγκαστικά για να υπερασπίσουν τα συμφέροντά τους.

Έτσι θα εξασφαλιστούν δύο  αντικειμενικές συνθήκες : Η σοβαρότητα  των διεκδικήσεων και  η  γνησιότητα των αποφάσεων. Αν πραγματικά «καίγομαι» για  τα συμφέροντά μου ή έχω αληθινό ενδιαφέρον για  το  θέμα που εκκρεμεί, θα πάω οπωσδήποτε. Αν όμως, διακρίνω  την ανευθυνότητα των συνδικαλιστών ή τη  φαιδρότητα ενός ζητήματος, τότε θα έχω σύμμαχο το νομοθέτη που έχει προβλέψει  την αποστροφή μου, εμποδίζοντας τη λήψη απόφασης.

Και  να τώρα, η πιο  ουσιαστική  κίνηση που θα δώσει  μόνιμη λύση και  θα αλλάξει μια και καλή,  την ταλαιπωρημένη μας πολιτική ζωή. Οι  ηλεκτρονικές  ψηφοφορίες  θα εξασφάλιζαν πάνω από 90% συμμετοχή σε όλες  τις  αποφάσεις για  οποιοδήποτε  ζήτημα  και σε κάθε συλλογικότητα. Αποδείχθηκε περίτρανα πως λειτούργησε το σύστημα με τις εκλογές  των πανεπιστημιακών συμβουλίων. Εκλέχτηκαν οι καλύτεροι, άμεσα, εύκολα και με εγκυρότητα. Τι είναι αυτό που εμπόδιζε τους εργαζομένους του μετρό να μπουν στον υπολογιστή τους και να ψηφίσουν  και  οι 1300  για την  απεργία τους. Τι  είναι αυτο που εμποδίζει  τους φοιτητές να αποφασίζουν ηλεκτρονικά  για τα ζητήματά τους;

Τα λογισμικά υπάρχουν, οι άνθρωποι να εξασφαλίσουν την ασφάλεια του συστήματος υπάρχουν, οι μοναδικοί ηλεκτρονικοί  κωδικοί υπάρχουν, οι υπολογιστές  στα σπίτια όλων υπάρχουν. Τι  δεν υπάρχει; Πολιτική βούληση  και θεσμική κατοχύρωση. Αν ήθελε  το πολιτικό σύστημα, θα  νομοθετούσε άμεσα  την αρχή της πραγματικής πλειοψηφίας στις συνελεύσεις  και θα επέβαλε, ως επιλογή πρώτα, τις ηλεκτρονικές ψηφοφορίες. Θα  τελειώναμε, μια για πάντα από τις  μειοψηφικές ομάδες  των  «αντιπροσώπων» που λυμαίνονται  την παθητικότητα των προδομένων πολιτών.

Αν κάποιοι σκεφτούν  ότι  αυτά  δε γίνονται και ότι  αποτελούν  «αθώες» προσεγγίσεις, πρέπει να ξέρουν ότι   είναι η μόνη λύση για  να  λειτουργήσει  η δημοκρατία στην καθημερινότητά μας. Και  πως, όσο  δίνουμε άλλοθι  σε  φασίζουσες νοοτροπίες με την ανοχή μας, τη  διανοητική ανεπάρκεια ή τη «συνένοχη»  αδιαφορία μας, τόσο  θα  εγκλωβιζόμαστε  στο αδιέξοδο  και  θα δυσκολεύουμε  τη ζωή μας. 

 

*Ο κ. Ανδρέας Ζαμπούκας είναι Καθηγητής Κλασικής Φιλολογίας


andreaszaboukas@gmail.com

Πηγή: Capital