από Μιχάλη Πεγκλή

δημοσιεύθηκε στο Αττικό Βήμα

 

Με εξαίρεση την Ιρλανδία, την Κύπρο και την Ισλανδία, στις οποίες η χρεοκοπία των τραπεζών τίναξε το δημόσιο ταμείο στον αέρα, στις άλλες οικονομίες της Περιφέρειας που αντιμετωπίζουν προβλήματα, δηλαδή Ελλάδα, Ιταλία, Ισπανία και Πορτογαλία, αυτό συνέβη καθώς δεν κατάφεραν να προσαρμοσθούν, όχι στο κοινό νόμισμα, αλλά σε μια νέα αντίληψη για το νόμισμα.

Για πολλά χρόνια μεταπολιτευτικά στην Ελλάδα ζήσαμε με το κράτος να συλλέγει φόρους και να κάνει δαπάνες, χωρίς, ωστόσο, τα δύο μεγέθη να βρίσκονται σε απόλυτη εξάρτηση. Ας σκεφτούμε την αγωνία που ζούμε σήμερα μήνα με τον μήνα για να «πιάσουμε» τους στόχους στα έσοδα και στα έξοδα ώστε να μηδενίσουμε το έλλειμμα, καθώς αυτό οδηγεί σε μέτρα περικοπών μισθών και συντάξεων. Η εξήγηση για το παράδοξο είναι ότι εκείνα τα χρόνια τη διαφορά μεταξύ εσόδων-εξόδων, το έλλειμμα δηλαδή, το κράτος την κάλυπτε με εσωτερικό δανεισμό και εκτύπωση χρήματος στο τυπογραφείο, δηλαδή στο Νομισματοκοπείο. Η ποσότητα του χρήματος που κάθε χρόνο η κυβέρνηση τύπωνε ήταν περίπου όσο το έλλειμμα, συμπεριλαμβανομένων των τόκων που πλήρωνε, χωρίς μάλιστα αυτό να υπόκειται σε προσεκτική καταμέτρηση. Ποιος δεν θυμάται την εκτεταμένη πρακτική των περισσότερων μεγάλων κρατικών επιχειρήσεων (Ολυμπιακή, ΟΣΕ, λεωφορεία κ.λπ.) να μη δημοσιεύουν ισολογισμούς καθώς δεν υπήρχε έλεγχος, όχι για το αν ξοδεύονται τα χρήματα με τον βέλτιστο τρόπο, αλλά, κυριολεκτικά, για το πόσα χρήματα ξοδεύονται. Προεκλογικά, επίσης, τα κόμματα ποτέ δεν εξηγούσαν πού θα βρουν τα λεφτά για να υλοποιήσουν τις υποσχέσεις τους καθώς το Νομισματοκοπείο είχε λεφτά για όλους, και η δουλειά του Έλληνα πολιτικού ήταν ίσως το καλύτερο επάγγελμα στον κόσμο! Η κυβέρνηση σταδιακά στη διάρκεια της χρονιάς τύπωνε χαρτί με τον Κολοκοτρώνη και άλλους επιφανείς Έλληνες και κάλυπτε τις «ανάγκες» της οικονομίας. Αυτό μοιραία εκπαίδευσε τους συμπολίτες μας, σε βάθος πολλών ετών, ότι το χρήμα δεν παράγεται με τον κόπο της εργασίας, τη δημιουργικότητα και τον ανταγωνισμό. Δηλαδή, παράγεται και εκεί, αλλά «παράγεται και από την κυβέρνηση». Μοιραία, λοιπόν, μεγάλο μέρος της κοινωνίας είχε στραφεί προς αυτήν, προσπαθώντας να προσποριστεί ένα μερίδιο από το παραγόμενο χρήμα. Οι κοινωνικές ομάδες που ανταγωνίζονταν μεταξύ τους για τη «νομή του πληθωρισμού» ήταν όλο το φάσμα του δημοσίου τομέα, αλλά και κλάδοι του ιδιωτικού τομέα που έμμεσα προσπορίζονταν χρήμα από το κράτος.

Αυτή η «ανομολόγητη» πολιτική επικράτησε την περίοδο 1981-1990, βοηθούσε την οικονομία να μην πέφτει σε ύφεση, απορροφώντας ένα μέρος σε ανάπτυξη, ενώ το υπόλοιπο γινόταν πληθωρισμός και υποβάθμιση της δραχμής έναντι των άλλων νομισμάτων. Και τα δύο φαινόμενα οδηγούσαν τις τιμές όλων των προϊόντων και αγαθών προς τα πάνω, κάνοντας τους πολίτες φτωχότερους. Από την άλλη, η συνεχής υποτίμηση του νομίσματος αύξανε τις εξαγωγές, προκαλώντας τη «διόρθωση» της οικονομίας και μια σχετική ισορροπία στο σύστημα. Το φαινόμενο αυτό δεν ήταν μία πτυχή της οικονομίας μας, αλλά ο ακρογωνιαίος λίθος αυτής. Η περίοδος αυτή διεκόπη προσωρινά για 4-5 χρόνια τη δεκαετία του ’90 λόγω της προσπάθειας για «σύγκλιση» με τα κριτήρια της ΟΝΕ και τελείωσε οριστικά την 1/1/2001 όταν η χώρα κλείδωσε στο ευρώ. Στην Ελλάδα και στις άλλες χώρες του Νότου, πλέον, το κράτος δεν έχει δικαίωμα να παράγει χρήμα. Το χρήμα παράγεται στην οικονομία. Μέρος αυτού συλλέγεται από τη φορολογία και με αυτό καλύπτονται τα έξοδα του κράτους.

Για καλή τύχη, όμως, των πολιτικών της εποχής, μαζί με την Ελλάδα και σε όλη τη Νότια Ευρώπη, χωρίς να υποτιμάμε πολλές διαφορές που είχαμε με τις λοιπές χώρες του Νότου, από το 2001 βρέθηκε νέος τρόπος να παραταθεί η στήριξη της οικονομίας με «φρέσκο χρήμα». Αυτό ήταν τώρα δανεικό από το εξωτερικό με πολύ χαμηλά, μάλιστα, για την οικονομική μας ιστορία, επιτόκια. Το αξιοσημείωτο ήταν ότι αυτή η νέα δυνατότητα τροφοδότησης της ελληνικής οικονομίας με ευρώ δεν επηρέαζε την ισοτιμία του νομίσματος με τα ξένα νομίσματα και άρα δεν ακρίβαιναν οι εισαγωγές! Από την άλλη, βέβαια, δεν γινόταν και η διόρθωση της οικονομίας, μέσω υποτίμησης, και δεν αυξάνονταν οι εξαγωγές. Άρα, για όσο καιρό μπορούσε η κυβέρνηση να δανείζεται «κι άλλα» λεφτά από το εξωτερικό, η κοινωνία πράγματι «αισθανόταν» πλουσιότερη, καθώς μπορούσε να αγοράζει τα εισαγόμενα προϊόντα στις ίδιες τιμές ή και χαμηλότερες, λόγω μεγάλης ενίσχυσης του ευρώ έναντι του δολαρίου. Γι’ αυτό και όσοι θυμούνται τον εαυτό τους από τη δεκαετία του ’70 και εντεύθεν, η περίοδος 2000-2009 ήταν με διαφορά η πλουσιότερη εποχή που ζήσαμε. Με δανεικά, βέβαια.

Το αποτέλεσμα είναι ότι για πάνω από 20 χρόνια την περίοδο 1981-2009 η ελληνική κοινωνία εκπαιδεύτηκε με τον τρόπο που περιγράψαμε παρά τα τελείως διαφορετικά δεδομένα που είχαμε μετά το 2001. Γι’ αυτό και το πιο διάσημο σλόγκαν της μεταπολίτευσης είναι πια το «λεφτά υπάρχουν» του 2009 καθώς ήταν η πρώτη φορά που δεν τηρήθηκε.

Η έννοια του χρήματος στην Ευρωζώνη αντανακλά πραγματική εργασία κεφαλαίου και ανθρώπων που το παράγουν. Η πολιτική αντιπαράθεση γίνεται, λοιπόν, πάνω στο πώς και πόσο πρέπει να αυξάνεται η φορολογία, δηλαδή τα έσοδα του κράτους, καθώς και στο πώς θα δαπανήσουμε αυτά τα έσοδα.

Ένα κράτος που διέπεται από αυτήν την αρχή αναμένεται να είναι και αποτελεσματικό στη διαχείριση των λογαριασμών του και κατά συνέπεια να είναι «αξιόχρεο», δηλαδή, αξιόπιστο να δανείζεται, εντός ορίων, για να χρηματοδοτεί την ανάπτυξη της οικονομίας. Όσο μεγαλύτερο ποσοστό του χρήματος γεννιέται στο τυπογραφείο έναντι της οικονομίας τόσο φτωχότερη γίνεται η κοινωνία. Αντίθετα, στις πιο ανεπτυγμένες και ευημερούσες χώρες του κόσμου το χρήμα παράγεται, σχεδόν στο σύνολό του, στην κοινωνία. Η ενίσχυση της αγοράς με χρήμα επιπροσθέτως αυτού που παράγεται στην αγορά συνιστά χειρουργικό εργαλείο ανάπτυξης καθώς ασκείται σε ιδιαίτερα περιορισμένη και προσωρινή βάση για την αντιμετώπιση συνθηκών ύφεσης της οικονομίας. Η Ελλάδα υπήρξε υπερπληθωριστικό υπόδειγμα, ενώ η σημερινή Ευρωζώνη βρίσκεται στο άλλο άκρο, αντιπληθωριστικό υπόδειγμα, λόγω της άκαμπτης, μέχρι σήμερα, αντιπληθωριστικής νοοτροπίας, γερμανικής κατά βάση έμπνευσης.

Θα πρέπει να σημειώσουμε εδώ ότι τα τελευταία χρόνια στις πολύ ανεπτυγμένες χώρες είχαμε μία έκρηξη «λογιστικού» χρήματος, δηλαδή χρήματος που δεν παρήχθη στην οικονομία, αλλά στον χρηματοπιστωτικό τομέα που εμφάνισε γιγάντωση, προϊόν πολλαπλασιασμών και διαιρέσεων, που δεν είχαν σχέση με την πραγματική οικονομία.

Αυτό ταλαιπώρησε τη Δύση την περίοδο 2008-09 μέσω της πρώτης κρίσης που την Ελλάδα δεν την άγγιξε, ενώ η Γερμανία, για παράδειγμα, το 2009 κατέγραψε ύφεση 5%.

Κατά μία έννοια, η προσαρμογή που λαμβάνει χώρα στην Ελλάδα, η πιο σκληρή που έγινε ποτέ σε χώρα της Δύσης εν καιρώ ειρήνης, είναι μία προσαρμογή σε μια νέα αντίληψη για το χρήμα. Πολλοί είναι οι επιστήμονες που στο παρελθόν εκτιμούσαν ότι στην Ελλάδα δεν αντέχει κυβέρνηση που επιμένει σε πολιτική λιτότητας. Πράγματι είχαν δίκιο.

Η κατάργηση του δικαιώματος του κράτους να διαχειρίζεται το νόμισμα ως, περίπου, ανεξάντλητο είδος είναι πραγματικά μια επανάσταση για τη χώρα μας.

Το χρήμα έχει αποκτήσει και στην Ελλάδα ένα νέο νόημα και αυτό έχει τόσο μεγάλες διαστάσεις που θα έπρεπε να διδάσκεται στα λύκεια της χώρας. Το χρήμα στη συνείδηση του μέσου Έλληνα, ακόμη και σήμερα, είναι ένα αγαθό το οποίο, σε μεγάλο βαθμό, «πηγάζει» από την κυβέρνηση και όχι από την εργασία. Η κοινωνία, όπως αναλύσαμε, δεν έχει προσαρμοσθεί και αυτό εξηγεί σε μεγάλο βαθμό την ενίσχυση των άκρων και το εκλογικό αποτέλεσμα, ειδικά του Μαΐου 2012.

 

08-03-2013

 

*Ο Μιχάλης Πεγκλής είναι Ειδικός Σύμβουλος σε θέματα Ευρωπαϊκής Ένωσης και Διεθνών Σχέσεων στη Γενική Γραμματεία Πρωθυπουργού ( mpeglis@gmail.com This email address is being protected from spambots. You need JavaScript enabled to view it. )

 

Πηγή: Αττικό Βήμα