από Χριστόφορο Ματιάτο

δημοσιεύθηκε στο Αττικό Βήμα στις 7 Ιουνίου 2013

 

Διάχυτη είναι η εριστικότητα στη σημερινή ελληνική κοινωνία. Οι πάντες ερίζουν για τα πάντα. Οι πάντες είναι άτομα, ομάδες, οργανώσεις, κόμματα, οποιοσδήποτε. Τα πάντα είναι καθετί το επιστητό και πολλά άλλα, ο,τιδήποτε. Δεν είναι λίγοι αυτοί που δίνουν την εντύπωση πως υπάρχουν για να ερίζουν και ερίζουν για να υπάρχουν. Αφορμές αναζητούνται με ζήλο, ανευρίσκονται με χαρά, εν εσχάτη ανάγκη δημιουργούνται εκ του μη όντος, χωρίς ιδιαίτερες τύψεις. Σημειώνεται πως οι αρχαίοι μας πρόγονοι είχαν κάνει μια σημαντική διαπίστωση που διατηρεί την επικαιρότητά της: η θεά Έρις «μήτηρ απάντων των κακών», «Όπου εμφανίζεται, κατ’ αρχάς μεν είναι μικρά, είτα δε αυξάνουσα φθάνει δια της κεφαλής τον ουρανόν». Πράγματι, οι ασήμαντες αφορμές παίρνουν διαστάσεις, γίνονται αγνώριστες, καθώς περιβάλλονται με πέπλα ιδεολογικά, πολιτικά, κομματικά και κάθε άλλου δυνατού είδους. Οι έριδες συνήθως, τουλάχιστον στον Τόπο μας, δεν γνωρίζουν και δεν έχουν κανόνες· αν δε είναι γνωστό πότε αρχίζουν, δεν είναι βέβαιο πότε θα τελειώσουν.

Κλίνουμε λοιπόν το ρήμα «ερίζω» σε όλους τους αριθμούς και τα πρόσωπα αλλά και σε όλες τις  εγκλίσεις και τους χρόνους απαξάπαντες. Καταναλώνεται έτσι πολύς χρόνος και πολλή ενέργεια, πράγματα που πάντοτε είναι ουσιώδη εν ανεπάρκεια, ιδιαίτερα στην σημερινή Ελλάδα. Το κυριότερο όμως και χειρότερο είναι πως πολύ συχνά οι ερίζοντες διαψεύδονται στις προσδοκίες τους και το μήλο της Έριδος τους επιφυλάσσει εκπλήξεις πάσης φύσεως. Παραδείγματος χάριν, απροσδόκητα, περιέρχεται εις χείρας τρίτων αφήνοντας τους διεκδικητές του οικτρά απογοητευμένους και με το δυσάρεστο αίσθημα ότι υπήρξαν λιγότερο ευφυείς απ’ ό,τι ήλπιζαν, νόμιζαν, πίστευαν ή επέβαλλαν οι συνθήκες. Σε άλλες περιστάσεις, το μήλο αποδεικνύεται σαπρό (κοινώς σάπιο) αφήνοντας πικρότατη γεύση σ’  αυτόν που νόμισε πως δαγκώνοντάς το πριν από τους άλλους, κάτι έκανε. (Εν πάση περιπτώσει και άλλα μήλα, εκτός από εκείνο της Έριδος, υπήρξαν προβληματικά, με εξαιρετικά σοβαρές, ως γνωστόν, συνέπειες).

Υπάρχει μια εξαιρετικά διδακτική σχετική ιστορία, ικανή να προβληματίσει όσους ερίζουν καταχρηστικά, νομίζοντας πως κάτι κάνουν. Διαδραματίστηκε στο νησί από το οποίο κατάγεται ο γράφων, όταν ο Λέων του Αγίου Μάρκου ήταν ακόμη παρών εκεί, για λίγο όμως καιρό ακόμη, πριν συνταξιοδοτηθεί από την Ιστορία με κεφαλαίο Ιώτα. Στο νησί αυτό, λοιπόν, υπήρχαν και ευτυχώς, παρά τους σεισμούς, υφίστανται ακόμη, δύο γειτονικά χωριά. Χωριά όμως που ήδη τότε τα χώριζε παλαιά έχθρα. Τόσο παλαιά ώστε η αφορμή της είχε ξεχαστεί. Η ίδια όμως ήταν πάντοτε ζωντανή, έντονη, καθημερινή.

Ένα βράδυ λάλησε ο κούκκος. Τέλος πάντων, ένας κάποιος ανώνυμος κούκκος έκανε «κούκκου». Αν ήταν οπαδός της καθαρεύουσας θα έκανε «κόκκυ», και δεν θα ήταν κούκκος αλλά κόκκυξ. Το «κούκκου» αυτό αναζωπύρρωσε την έχθρα ανάμεσα στα δύο χωριά. Τέθηκε το ερώτημα για ποιο από τα δύο λάλησε το πουλί και οι κάτοικοι του καθενός αποφάνθηκαν πως το «κούκκου» ήταν για την πάρτη τους. Έγινε θέμα τιμής και γοήτρου. Απειλήθηκε γενική σύρραξη. Οι ψυχραιμότεροι πρότειναν την προσφυγή στην διαιτησία του Ενετού διοικητή (του «προβεντιτόρε», «προβλεπτή» ή «προνοητή», κοινώς «πρεβεδούρου», η Γαληνότατη συσχέτιζε όντως το διοικείν με το προβλέπειν), στην πρωτεύουσα του νησιού. Οι πρόκριτοι των δύο χωριών εμφανίστηκαν μπροστά του, συνοδευόμενοι από τις ευχές και τις ελπίδες των συμπολιτών τους. Εξέθεσαν λοιπόν τις  θέσεις τους για την παρέμβαση του κούκκου που διατάραξε τις  λεπτές ισορροπίες μεταξύ των δύο οικισμών. Ο πρεβεδούρος τους άκουσε με την προσήκουσα σοβαρότητα. Κατόπιν ξερόβηξε και δήλωσε πως η λύση ενός τόσο σύνθετου και περίπλοκου προβλήματος απαιτούσε χρόνο. Τους ζήτησε λοιπόν να επανέλθουν για να ακούσουν την απόφασή του σε τρεις μήνες.

Στη διάρκεια των τριών μηνών της διαβουλεύσεως του πρεβεδούρου με τον εαυτό του, όταν για κάποιο λόγο κατέβαινε στην πρωτεύουσα κάτοικος των δύο χωριών, θεωρούσε καθήκον του να φέρει στον προβλεπτή ένα ρεγάλο ή κάποιο κανίσκι (ο όρος πεσκέσι είναι μεταγενέστερος στα Επτάνησα, εισήχθη μετά την Ένωση). Λάδι, κρασί, τυρί, μέλι, κανένα αρνί, κόττες με ή χωρίς αυγά και ό,τι άλλο, με την ελπίδα ότι αυτό θα βάραινε στην μπαλάντζα της ενετικής δικαιοσύνης υπέρ του χωριού του, εξασφαλίζοντας γι’ αυτό το λάλημα του κούκκου. Είναι γεγονός ότι οι καιροί είχαν γίνει χαλεποί για τους λειτουργούς του Αγίου Μάρκου. Είναι γνωστή άλλωστε η ιστορία του νεαρού βενετσιάνου αριστοκράτη που σταδιοδρομούσε στην διοίκηση και παραπονέθηκε στον δόγη για τις  απολαβές του. Ο ανώτατος άρχων, έμπειρος, σοφός και λίγο κυνικός, του έδωσε την ακόλουθη συμβουλή: «Κάνε δημόσια έργα, ανόητε!» (Το «ανόητε» δεν είναι πιστή μετάφραση).

Κάποτε πέρασαν οι τρεις μήνες, και οι εκπρόσωποι των δύο χωριών βρέθηκαν πάλι μπροστά στον πρεβεδούρο, ανταλλάσσοντας οργισμένα βλέμματα και ευελπιστώντας στην κατακύρωση του λαλήματος του κούκκου με αποκλειστικά επ’ αυτού δικαιώματα, υπέρ των συντοπιτών. Επικράτησε απόλυτη σιγή. Ο πρεβεδούρος ξερόβηξε, πήρε το δέον ύφος, και στον προσήκοντα τόνο είπε: «Καλοί και πιστοί υπήκοοι της Γαληνότατης Δημοκρατίας, μετά από ώριμη σκέψη, κατέληξα στο συμπέρασμα πως προφανώς, σαφώς, χωρίς την παραμικρή αμφιβολία, ο κούκκος αυτός λάλησε για μένα!».

Σήμερα, τα δύο χωριά αυτά τείνουν να συγχωνευθούν.

 

Πηγή: Αττικό Βημά