από Μιχάλη Πεγκλή*

δημοσιεύθηκε στο Αττικό Βήμα στις 5 Ιουλίου 2013

 

Έχει χυθεί πολύ μελάνι για την ευθύνη του πολίτη στην πορεία της χώρας προς τη χρεοκοπία. Ο «ισομερής» καταμερισμός ευθυνών στο σύνολο της κοινωνίας τού «μαζί τα φάγαμε» δίκαια ενοχλεί και οργίζει. Οι ευθύνες της κοινωνίας για τη χρεοκοπία, στο βαθμό όμως που αφορούν την π.χ. (προ χρεοκοπίας) Ελλάδα, έχουν σήμερα δευτερεύουσα σημασία και το θέμα μας είναι η αναζήτηση της ευθύνης του πολίτη για την ταχύτερη έξοδο της χώρας από τη μεγάλη κρίση που διανύουμε.

Η μεγαλύτερη δυσκολία που αντιμετωπίζουμε σήμερα στην προσπάθεια διόρθωσης των κακώς κείμενων στη χώρα είναι ότι όλες οι μεταρρυθμίσεις που επιχειρούνται δεν κρίνονται από τον πολίτη, αυτές καθ’ εαυτές, για το περιεχόμενό τους. Ας δούμε λίγο τα θέματα της τρέχουσας περιόδου: Βρίσκεται σε εξέλιξη αναθεώρηση των οργανογραμμάτων σε όλο το δημόσιο τομέα μετά από δεκαετίες και σύμφωνα με τις τρέχουσες ανάγκες και τεχνολογικές δυνατότητες. Πρόκειται για τεράστιας σημασίας μεταρρύθμιση η οποία δεν συζητήθηκε καθόλου. Γίνεται με το σωστό τρόπο; Η Τρόικα ζητούσε να απολυθούν 20.000 δημόσιοι υπάλληλοι από ένα σύνολο 700.000 περίπου, δηλαδή το 2,9%. Η λογική της πρότασης ήταν ότι έτσι θα αλλάξει η κακώς νοούμενη, «μονιμότητα» και η νοοτροπία του «δεν βαριέσαι» στο δημόσιο, καθώς, «αν βαριέσαι» μακροπρόθεσμα μπορεί να χάσεις τη θέση σου. Έγινε καθόλου συζήτηση πάνω σε αυτή τη θέση; Η ΔΕΗ, η μεγαλύτερη εταιρεία στη χώρα, είναι καλύτερα να παραμείνει ένα κρατικό μονοπώλιο;  Ή να την αγοράσει ένας ιδιώτης;  Ή να σπάσει σε 2-3 εταιρείες και να ανοίξει ο δρόμος και για άλλες εταιρείες στα πρότυπα της τηλεφωνίας; Ποια είναι τα πλεονεκτήματα και τα μειονεκτήματα κάθε πολιτικής; Το να γίνει μία τράπεζα που θα ελέγχει περίπου τη μισή τραπεζική αγορά είναι προς όφελος του πολίτη που θέλει πρόσβαση σε φθηνό χρήμα; Το να πωλούνται οι ασπιρίνες, οι βιταμίνες και άλλα συμπληρώματα (όχι φάρμακα δηλαδή) και στα σούπερ μάρκετ είναι θετικό ή αρνητικό; Υπάρχουν κίνδυνοι; Το να αυξήσουμε την αυτονομία του φορολογικού μηχανισμού από κομματικές παρεμβάσεις με υπερκομματικό, υπόλογο στο κοινοβούλιο, Γενικό Γραμματέα Εσόδων για τη μάχη κατά της φοροδιαφυγής είναι σωστό ή λάθος; Για να προσέλθει ο κόσμος να διακανονίσει τις οφειλές του στην εφορία και στα ταμεία ποια κίνητρα δόσεων πρέπει να δώσουμε χωρίς να κάνουμε το συνεπή φορολογούμενο να αισθάνεται κορόιδο; Οι πολιτικές που θα ακολουθηθούν στα παραπάνω ερωτήματα θα καθορίσουν σε μεγάλο βαθμό την πορεία της χώρας στα επόμενα χρόνια.

Το πρόβλημα είναι ότι η συζήτηση για όλα αυτά, ακόμη και σήμερα στη μ.χ. (μετά τη χρεοκοπία) Ελλάδα, για ένα μεγάλο μέρος του πληθυσμού, ίσως την πλειοψηφία, γίνεται με βάση άλλα, μη-σχετικά με το περιεχόμενο της κάθε μεταρρύθμισης, κριτήρια. Τα φίλτρα που νοθεύουν την ορθή αξιολόγηση σήμερα είναι μία σειρά από έννοιες-λέξεις από το πρόσφατο και απώτερο παρελθόν μας: το «λεφτά υπάρχουν» του ’09, το ΠΑΣΟΚ της δεκαετίας ’80, η κατάληψη του Πολυτεχνείου το ’73, η επταετία της Χούντας, η 8ετία Καραμανλή ’55-’63, ο εμφύλιος, η Γερμανική κατοχή, η εποχή που βαφτίστηκε η πλατεία Κλαυθμώνος, ακόμη και το «καλύτερα τούρκικο σαρίκι παρά τιάρα παπική» αρκετούς αιώνες πίσω.

Λέξεις όπως: πολιτικός, Νέα Δημοκρατία, Σαμαράς, ΠΑΣΟΚ, Σύριζα, Μνημόνιο, Τρόικα, Γερμανία, δεξιά, αριστερά κ.λπ. κουβαλάνε περιεχόμενο φορτισμένο από την ιστορία. Το Μνημόνιο μας επιβάλλεται και είναι “κακό” καθώς έχει επιδεινώσει τη ζωή μας. Άρα αν το λέει το Μνημόνιο μάλλον είναι “κακό”, ενώ και οι Γερμανοί θέλουν το κακό μας, όπως τότε… Στα μέτρα που μειώνουν το κράτος αν είσαι αριστερός μάλλον λες “όχι”, αν είσαι δεξιός λες “ναι”, αν μισείς τη “δεξιά” σίγουρα λες “όχι”, αν το λέει η Τρόικα λες “όχι”, αν το λέει ο Σαμαράς λες “ναι” ή “όχι” ανάλογα με τη γνώμη που έχεις γι’ αυτόν. Έχουμε κάθε φορά πολλούς λόγους να συμφωνούμε ή να διαφωνούμε με αυτά που εξαγγέλλονται, αλλά συνήθως οι λόγοι αυτοί είναι άσχετοι με το περιεχόμενο της μεταρρύθμισης. Δεν απαντούν, μήτε καν επιχειρούν, να καταλάβουν «το γιατί» κάθε φορά, τα συν και τα πλην, το αν θα γίνουν λίγο καλύτερα ή λίγο χειρότερα τα πράγματα από τα όσα εξαγγέλλονται.

Το μεγάλο αυτό πρόβλημα, δυστυχώς, επηρεάζει τρομακτικά την πορεία της μεταρρύθμισης σήμερα. Ευθύνεται για το ότι η πλειοψηφία των πολιτών στέκεται αρνητικά απέναντι σε κάθε αλλαγή, αφήνοντας τους λίγους με ιδιοτελή συμφέροντα, να πολεμούν ή να νοθεύουν κάθε μεταρρύθμιση. Ταυτόχρονα, ωθεί τα κόμματα να αποφεύγουν τη συζήτηση επί της ουσίας και να πετούν τη μπάλα μονίμως στην εξέδρα, με τη ενθάρρυνση των Μέσων ενημέρωσης, καθώς το ουσιαστικό «δεν πουλάει». Δυσχεραίνει την ταχύτητα στη λήψη αποφάσεων, ωθεί σε επικοινωνιακή διαχείριση όλων των θεμάτων σε βάρος της ουσίας και της ανάγκης για μεσοπρόθεσμο σχεδιασμό. Συζητάμε μονίμως για την “πολιτική” αλλά σπανίως για τις “πολιτικές”. Αυτές όμως είναι που κάνουν τα κράτη να ευημερούν, να “φυτοζωούν” ή να πτωχεύουν. Όσο οι πολιτικές αποφάσεις παγιδεύονται στη διελκυστίνδα της ιστορίας τόσο το ορθό και το δίκαιο υποχωρούν μπροστά στο «δημοφιλές» και το «αντιδημοφιλές». Απέναντι στο φαινόμενο αυτό η ευθύνη δεν βαραίνει μόνο τους κυβερνώντες, αλλά και το κομμάτι της κοινωνίας που κρίνει τις προτεινόμενες αλλαγές στο κράτος με όρους ουσίας και όχι ιστορικών φορτίσεων. Όσο περισσότερο μιλάμε για τις «πολιτικές» και λιγότερο για την «πολιτική» τόσο η χώρα θα προχωρήσει ταχύτερα στο πολυπόθητο ξέφωτο.

*Ο Μιχάλης Πεγκλής είναι πολιτικός επιστήμονας

Πηγή: Αττικό Βήμα