Απόσπασμα από το έργο “Κατανοώντας την Ελευθερία” του Φώτη Περλικού (εκδόσεις Πύλες) υπο την αιγίδα του Κέντρου Φιλελεύθερων Μελετών

Το κομβικό σημείο στη στρατηγική των συνδικάτων είναι η καθολική συμμετοχή των εργαζομένων σ’ αυτά. Αυτή είναι μια απαραίτητη συνθήκη για να επιτύχει ο εξαναγκασμός κατά των εργοδοτών, κι επειδή είναι πρακτικά αδύνατη η εθελοντική συμμετοχή όλων ανεξαιρέτως των εργαζομένων στα συνδικάτα, απαιτείται ο εξαναγκασμός τους με τη θεσμική κάλυψη του νόμου ή την ανοχή της κυβέρνησης. Αυτό βέβαια δε σημαίνει ότι πρέπει να απαγορεύονται οι πραγματικά εθελοντικές συλλογικές αποφάσεις ούτε αμφισβητείται το δικαίωμα της απεργίας, εκτός των περιπτώσεων όπου, λόγω της φύσης της εργασίας, ως νόμιμος όρος πρόσληψης τίθεται η αποκήρυξη αυτού του δικαιώματος εκ μέρους του εργαζόμενου.

Όταν ένα συνδικάτο ελέγχει όλους τους εργαζόμενους αλλά και τους δυνητικά εργαζόμενους σε μια επιχείρηση ή ένα κλάδο, τότε η δύναμη του μεγιστοποιείται και μπορεί να εξασκεί απόλυτο εξαναγκασμό στον εργοδότη, μέχρι σημείου ολοκληρωτικής απαλλοτρίωσης των προσόδων του. Το κρίσιμο σημείο όμως είναι ότι τα οφέλη από μια τέτοια κατάσταση δε μοιράζονται εξίσου σε όλους τους εργαζόμενους, κι επειδή αυτό γίνεται κατανοητό από όλους, δεν υπάρχει εθελοντική συμμετοχή σε μια τέτοια συλλογική δράση, και το οποίο βεβαίως σημαίνει ότι για να επιτευχθεί επιβάλλεται εξαναγκασμός στους απρόθυμους. Ο λόγος γι αυτό είναι ότι ο μόνος τρόπος για να επιτευχθούν μισθοί υψηλότεροι απ’ ότι προστάζει η ελεύθερη αγορά, εφόσον εντός αυτής λειτουργεί η επιχείρηση τόσο για την παραγωγή όσο και για την διάθεση των προϊόντων της, είναι να περιορισθεί η προσφορά εργασίας. Επομένως, για να παίρνουν κάποιοι υψηλότερο μισθό, κάποιοι άλλοι, λόγω αυτής της κατάστασης, θα πρέπει να απασχολούνται σε χαμηλότερα αμειβόμενες θέσεις ή και να είναι άνεργοι, και επομένως θα έχουν αντιτιθέμενα συμφέροντα.

Μπορεί επίσης να ακολουθηθεί και η αντίστροφη διαδικασία, η οποία κι αυτή φέρνει τα ίδια επιδιωκόμενα αποτελέσματα για τα συνδικάτα. Δηλαδή, μπορεί πρώτα να καθορισθεί ο μισθός, είτε από τα συνδικάτα είτε από την κυβέρνηση, και κατόπιν τα συνδικάτα αναλαμβάνουν να μην προληφθεί κανείς άλλος με μικρότερο μισθό ή ακόμη και να αποκλείσουν οποιαδήποτε νέα πρόσληψη. Ο εξαναγκασμός του εργοδότη είναι απόλυτα επιτυχημένος όσο απόλυτη είναι και η εξουσία εξαναγκασμού των συνδικάτων επί το συνόλου των δυνητικά εργαζομένων.

Αυτό που δεν κατανοούν πολλοί εργάτες είναι ότι για να είναι οι καθορισμένοι μισθοί πραγματικά υψηλότεροι, απ’ ότι θα ήταν αν διαμορφώνονταν ελεύθερα, πρέπει να είναι υψηλότεροι από το μισθό που θα έπαιρναν όλοι οι πρόθυμοι για εργασία εργάτες. Δηλαδή, μια πραγματική αύξηση μισθών για να μην είναι προσωρινή, θα πρέπει να ωφελεί μόνο μια ομάδα εργαζομένων εις βάρος άλλων. Άρα, ο αποκλεισμός των ανέργων που είναι πρόθυμοι για εργασία, εξασφαλίζει την απαραίτητη έλλειψη προσφοράς εργασίας, ώστε οι ήδη συνδικαλισμένοι εργαζόμενοι να απολαμβάνουν υψηλότερους μισθούς. Κι αυτό βεβαίως επιτυγχάνεται με την εξαναγκαστική εξουσία, που ασκούν τα συνδικάτα και επί των εκτός συνδικάτων εργατών που αναζητούν εργασία.

Ενώ λοιπόν το τίμημα για την αύξηση των πραγματικών μισθών όλων των απασχολούμενων μέσω της συνδικαλιστικής δράσης είναι η ανεργία, υπάρχουν και ακμάζοντες και καλά αμειβόμενοι κλάδοι απασχόλησης, στους οποίους το τίμημα των υψηλών μισθών είναι η εξώθηση κάποιων άλλων εργαζομένων σε λιγότερο καλά αμειβόμενες θέσεις. Η στρέβλωση που προκύπτει στη μισθολογική δομή από αυτήν την κατάσταση δεν είναι εύκολο να εκτιμηθεί, αν και ο δια της βίας αποκλεισμός εισόδου, οι πρακτικές κληρονομικού δικαιώματος στις νέες προσλήψεις ή ακόμη και η απαίτηση χρημάτων, που εφαρμόζουν κάποια συνδικάτα, δίνει μια ιδέα περί αυτής της παραμόρφωσης. Όμως, οι υψηλότεροι μισθοί μιας μειοψηφίας, που δεν αντανακλούν κάποια υψηλότερη παραγωγικότητα της, μειώνει αναγκαστικά τη συνολική παραγωγικότητα της εργασίας και κατά συνέπεια το γενικό επίπεδο των πραγματικών μισθών, όσο μεγαλώνει η αναλογία εκείνων που βρίσκονται στις χαμηλά αμειβόμενες θέσεις έναντι αυτών που είναι στις καλά αμειβόμενες. Αυτό ισχύει στις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες, όπου οι περιοριστικές πρακτικές στοχεύουν στη δημιουργία χαμηλά αμειβομένων θέσεων για την απορρόφηση της ανεργίας.

Παρά την περί του αντιθέτου αντίληψη, οι αυξήσεις μισθών δεν οφείλονται στην δράση των συνδικάτων και η ιστορική εμπειρία δείχνει ότι εκεί όπου τα συνδικάτα είναι ανίσχυρα ή και απουσιάζουν παντελώς, η αύξηση των πραγματικών μισθών είναι ταχύτερη από εκεί όπου η συνδικαλιστική δράση ελέγχει τα πράγματα. Η κοινή εντύπωση περί του αντιθέτου οφείλεται στο ότι πολλοί εκλαμβάνουν την αύξηση των ονομαστικών μισθών ως αύξηση των πραγματικών μισθών, και δεν αντιλαμβάνονται ότι είναι ο πληθωρισμός που πρέπει να τους απαξιώνει υποχρεωτικά με τέτοιον τρόπο, ώστε να μην παραχθεί γενική ανεργία.