από Αθανάσιο Παπανδρόπουλο

δημοσιεύθηκε στο www.europeanbusiness.gr

 

Ενώ συμπληρώνονται 39 χρόνια από την πτώση της δικτατορίας και το ξεκίνημα της μεταπολιευτικής περιόδου, το γενικότερο συμπέρασμα είναι ότι η πτωχευμένη Ελλάδα και το πελατειακό πολιτικό της σύστημα επέλεξαν την οικειοθελή αποχώρησή τους από την Ιστορία και το γίγνεσθαί της

 

Παρά τις πολύ σημαντικές ευκαιρίες που τούς δόθηκαν, οι πολιτικοί επαΐοντες της χώρας είναι σαφές ότι απέτυχαν οικτρά μετά την 24η Ιουλίου 1974. Και αντί να προσφέρουν στις γενιές του 21ου αιώνα μιαν Ελλάδα δημοκρατική, αναπτυγμένη, αξιοπρεπή και πολιτιστικά λαμπερή, παραδίδουν μια χώρα πτωχευμένη σε όλα τα επίπεδα, μια χώρα που δεν είναι τίποτα παραπάνω από επαρχιακό μικρομάγαζο των νοτίων Βαλκανίων.

Υπό αυτές τις συνθήκες, η ελληνική κοινωνία αναζητά σήμερα ένα νέο αφήγημα, όχι με την έννοια του παραμυθιάσματος αλλά με την μορφή μιας συλλογικής κινητοποίησης, ικανής να ανατρέψει δόγματα και ψεύτικες ιδεοληψίες.

Από την 24η Ιουλίου 1974 συμπληρώνονται 39 χρόνια. Εκείνη την ημέρα έπεσε η «δικτατορία των συνταγματαρχών» και αποκαταστάθηκε στην Ελλάδα η κοινοβουλευτική δημοκρατία, η οποία συνοδεύτηκε και από σημαντική πολιτειακή αλλαγή. Πολλοί είναι έτσι οι πολιτικοί επιστήμονες που υποστηρίζουν –ορθώς, κατά την γνώμη μας– ότι την περίοδο εκείνη στην Ελλάδα πραγματοποιήθηκε μία «τομή». Και το ερώτημα που θα μπορούσε να θέσει κανείς είναι αυτό των ποιοτικών χαρακτηριστικών της τομής αυτής και των επιπτώσεών τους στην περίοδο της αποκαλούμενης «μεταπολιτευτικής δημοκρατίας». Τίθεται έτσι θέμα μιας «εκ των υστέρων» αξιολογικής κρίσεως –στο οποίο, όμως, οι όποιες προσεγγίσεις διαφέρουν ανάλογα με την γενιά στην οποία ανήκει ο επιχειρών την προσέγγιση.

Υπό το βάρος, λοιπόν, αυτής της διαφοροποιήσεως, που είναι όμως πολύ σημαντική, ο υπογράφων θα προσπαθήσει να αποτιμήσει την «μεταπολίτευση» ως μέλος της πρώτης «γενιάς» της. Από την άλλη πλευρά, είναι ανάγκη να χωρίσουμε την μεταπολιτευτική περίοδο σε δύο μεγάλες κατηγορίες: αυτήν του Ψυχρού Πολέμου και αυτήν του μετά το 1990 «μετακομμουνιστικού κόσμου». Ο διαχωρισμός αυτός είναι από πολλές πλευρές καθοριστικός, γιατί από το 1990 και μετά παρατηρούνται ραγδαίες και βαθύτατες γεωπολιτικές και γεωοικονομικές αλλαγές, που έχουν ήδη πολλά αλλάξει στον σημερινό κόσμο. Απέναντι στις αλλαγές αυτές και τις ανακατατάξεις που έφεραν, η Ελλάδα επέδειξε καταστροφική αδιαφορία, με αποτέλεσμα να κατασπαταλήσει με περισσή ακρισία τα σημαντικά πλεονεκτήματα που τής προσέφερε αφειδώς η μεταπολίτευση.

Έτσι, σήμερα, με αφορμή την οξύτατη πτωχευτική της κρίση, η χώρα διακυβεύει και τις δημοκρατικές τομές που πραγματοποίησε με αφετηρία την 24η Ιουλίου 1974. Γιατί, όμως; Πιστεύουμε ότι, για την Ελλάδα, τα 39 χρόνια που πέρασαν ήταν αυτά των χαμένων ευκαιριών, αφ’ ενός, και της πνευματικής της καταρρεύσεως, αφ’ ετέρου.

Στην πρώτη μεταπολιτευτική περίοδο (1974-1989), η Ελλάδα κατάφερε με πολιτικά κριτήρια να γίνει μέλος της τότε Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητος (ΕΟΚ), πρώτον, για να θωρακίσει και να παγιώσει την κοινοβουλευτική της δημοκρατία και, δεύτερον, για να καλύψει όσο μπορούσε το οικονομικό χάσμα που την χώριζε από τις άλλες χώρες μέλη της Κοινότητος. Επίσης, με την ένταξή της στην ΕΟΚ η χώρα έπρεπε να στεριώσει και την γεωπολιτική της οντότητα στο δυτικό συμμαχικό πλέγμα, διατηρώντας βέβαια και τις απαραίτητες ισορροπίες με τους γείτονές της.

Για να επιτευχθούν οι στόχοι αυτοί, η Ελλάδα δέχθηκε από το 1981 έως το 2009 346 δισεκατ. ευρώ καθαρές επιδοτήσεις –ποσό που αντιπροσωπεύει περί τα 12 δισεκατ. ευρώ ετησίως. Ως προς το Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν (ΑΕΠ) μας, το ποσόν αυτό, ανάλογα με τις περιόδους, αντιπροσώπευε από 2% έως και 5% του ΑΕΠ. Επρόκειτο έτσι για μια ισχυρή αναπτυξιακή βοήθεια, η οποία κυριολεκτικά θυσιάστηκε στον βωμό μιας ξέφρενης καταναλώσεως, κύριο συστατικό ενός απαράδεκτου και τελικά αντιδημοκρατικού πελατειακού πολιτικού συστήματος. Στις δε ανωτέρω κοινοτικές επιδοτήσεις θα πρέπει να προστεθούν περί τα 280 δισεκατ. ευρώ εξωτερικός δανεισμός μας και 3 δισεκατ. ευρώ σταθεροποιητικά δάνεια από την Ευρώπη, τα οποία ποτέ δεν ολοκληρώθηκαν λόγω αθετήσεως των υποχρεώσεών μας.

Μια δεύτερη επίσης ευκαιρία που προσφέρθηκε στην χώρα μας για να μεταρρυθμιστεί ήταν αυτή της εισόδου της, το 2002, στην Οικονομική και Νομισματική Ένωση (ΟΝΕ). Εισερχόμενη στην ΟΝΕ, έστω και με πλαστά στοιχεία, η Ελλάδα μπορούσε να επωφεληθεί από τον χαμηλότατο δανεισμό που συνεπαγόταν η συμμετοχή της στην νομισματική ένωση κα να δημιουργήσει συνθήκες αναπτύξεώς της. Έπραξε ακριβώς το αντίθετο. Σημαντικά ποσά των δανείων που εισέρρευσαν κατευθύνονταν προς την τόνωση της μεγεθύνσεως, όχι όμως με την μορφή παραγωγικών επενδύσεων αλλά αυξήσεως της δημόσιας και, δευτερογενώς, της ιδιωτικής καταναλώσεως. Έτσι, η κατανάλωση στην Ελλάδα της ΟΝΕ, αλλά και πριν από αυτήν, ήταν μονίμως υψηλότερη από την αντίστοιχη του μέσου όρου της Ευρωπαϊκής Ενώσεως –για να διπλασιασθεί σχεδόν την περίοδο 2008-2010, που πυροδότησε και την ουσιαστική πτώχευση της χώρας.

Δραματική συνέπεια της άφρονος αυτής πολιτικής ήταν η διόγκωση του ελλείμματος στο ισοζύγιο πληρωμών της χώρας, το οποίο το 2010 έφθασε να είναι και το υψηλότερο στον κόσμο, ξεπερνώντας το 16% του ΑΕΠ μας.
Ακόμα χειρότερα, η σύνθεση του ελλείμματος αυτού ήταν ολέθρια για την χώρα, διότι τίναξε στα ύψη την εξάρτησή της από τους ξένους δανειστές, που ήσαν κομμάτι του παγκοσμιοποιημένου χρηματοπιστωτικού συστήματος, διαλύοντας ταυτοχρόνως και τον εσωτερικό αποταμιευτικό ιστό. Μηδενίστηκε έτσι η δυνατότητα χρηματοδοτήσεως του χρέους από την εσωτερική αγορά, όπως στην Ιαπωνία, λόγου χάρη, και αποδυναμώθηκαν οι όποιες δυνατότητες παραγωγικής ανατάξεως και συνακολούθως αναπτύξεως. Η κατάρρευση ήρθε ως φυσική συνέπεια μιας ανεύθυνης διαχειρίσεως.

Την ίδια περίοδο, διαλύοντας το εκπαιδευτικό της σύστημα, η Ελλάδα αυτοϋπονόμευσε τις δυνατότητές της στην παγκοσμιοποιημένη κοινωνία των γνώσεων και στην ουσία έθεσε εαυτόν στο περιθώριο. Αν στο τοπίο αυτό προστεθεί και ο ιδεολογικός καταποντισμός της χώρας προς φαιοκόκκινες κατευθύνσεις, τότε η 24 Ιουλίου 1974 είναι μία επέτειος προδοσίας. Προδοσίας της ελπίδας για μια αναπτυγμένη και ευημερούσα δημοκρατική κοινωνία, που θα μπορούσε να είναι παράδειγμα προς μίμησιν και όχι προς αποφυγήν.

 

Πηγή: European Business Review