από Γεώργιο Συκιανάκη
δημοσιεύθηκε στην Εστία στις 17 Αυγούστου 2013
Παρακολουθώντας την καθημερινή ειδησεογραφία, σχετικά με την κυβερνητική δραστηριότητα, διαπιστώνει κανείς ότι η αποκλειστική σχεδόν ενασχόληση των υπουργών και των επιτελείων τους σχετίζεται άμεσα με την εφαρμογή των μνημονιακών υποχρεώσεων της Κυβέρνησης. Γίνεται πανικός στην Κυβέρνηση κάθε φορά που πρόκειται να έλθει για έλεγχο η Τρόικα. Οι υπουργοί που έχουν, από την αρμοδιότητα τους, υποχρέωση συγκεκριμένων μέτρων και επίτευξης μετρήσιμων ποσοτικών στόχων, σπεύδουν πάντα την τελευταία στιγμή, στο παρά πέντε, και με τις προτροπές και πιέσεις του Πρωθυπουργού, να εκπληρώσουν τις ανειλημμένες δεσμεύσεις, όπως-όπως.
Στα υπουργεία που δεν υπάρχουν τέτοιες συγκεκριμένες δεσμεύσεις τα πράγματα είναι πιο χαλαρά. Σ’ αυτά δεν παρατηρείται έντονη δραστηριότητα, παρά το γεγονός ότι τουλάχιστον τα παραγωγικά υπουργεία, όπως το Υπουργείο Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων, έχουν να παίξουν σημαντικό ρόλο στην προσπάθεια για την πολυπόθητη ανάπτυξη και τη μείωση της ανεργίας.
Όπως είναι γνωστό, οι μνημονιακές υποχρεώσεις δεν αφορούν άμεσα όλους τους τομείς της οικονομίας και της κυβερνητικής δραστηριότητας. Πρώτιστα αναφέρονται στην επίτευξη συγκεκριμένων στόχων, στον εξορθολογισμό του φορολογικού συστήματος, στον περιορισμό του κράτους και την ριζική βελτίωση της δημόσιας διοίκησης στη μείωση του αριθμού των δημοσίων υπαλλήλων, στις ιδιωτικοποιήσεις, στις μεταρρυθμίσεις του εργασιακού καθεστώτος, στην επίλυση του προβλήματος της ανακεφαλαιοποίησης των τραπεζών και στην εξυγίανση του τραπεζικού τομέα.
Όλες αυτές είναι πολύ σημαντικές επιδιώξεις, η επίτευξη των οποίων είναι προϋπόθεση για τον τερματισμό της ύφεσης και την ανάκαμψη της οικονομίας. Όμως δεν είναι επαρκείς. Ας πάρουμε, για παράδειγμα, το θέμα της ελκυστικότητας της χώρας μας σε παραγωγικές επενδύσεις, ιδίως σε επιχειρήσεις εμπορευσίμων προϊόντων και εξαγώγιμων υπηρεσιών στις οποίες πρέπει να δοθεί απόλυτη προτεραιότητα. Οι διεθνείς δείκτες κατάταξης της Ελλάδας στον τομέα αυτόν την κατατάσσουν σε μια από τις χειρότερες θέσεις παγκοσμίως, πολύ κάτω από πολλές χώρες του λεγόμενου τρίτου κόσμου.
Παρά τις προσδοκίες και τις υποσχέσεις για βελτίωση της διεθνούς θέσης της χώρας στην προσέλκυση επενδύσεων, η κατάσταση ουδόλως έχει βελτιωθεί και παραμένει πάντα απελπιστική. Εκτός από την τυπική εκπλήρωση κάποιων μνημονιακών υποχρεώσεων, για να πάρουμε την εκάστοτε δόση των δανείων, χρειάζονται να γίνουν πολύ περισσότερα για να βελτιωθεί η εικόνα. Απαιτείται εργώδης προσπάθεια όλων των υπουργείων και όχι μόνο αυτών, που έχουν συγκεκριμένες μνημονιακές υποχρεώσεις. Όλη η δημόσια διοίκηση, η περιφερειακή και τοπική αυτοδιοίκηση και όλα τα δημόσια νομικά πρόσωπα, οι δημόσιοι οργανισμοί και επιχειρήσεις χρειάζεται να εναρμονιστούν και να κατευθύνουν τις προσπάθειες τους προς τον πρωτεύοντα σκοπό που δεν είναι άλλος από τον εκσυγχρονισμό της χώρας σε όλους τους τομείς και σ’ όλα τα επίπεδα, ώστε να βρει και πάλι τη θέση που της αρμόζει μεταξύ των αναπτυγμένων χωρών του κόσμου.
Επειδή όμως η δημόσια διοίκηση είναι ο μεγάλος ασθενής και λαμβανομένου υπόψη ότι καμιά γραφειοκρατία δε σπεύδει να αυτοκαταργηθεί και καμιά διοικητική δομή να ακρωτηριαστεί, χρειάζεται από την κυβέρνηση ισχυρή αποφασιστικότητα και γνώση του αντικειμένου για τολμηρές αλλαγές. Με πρωτοβουλία και επιβολή από την κορυφή. Οι γραφειοκράτες έχουν πάντοτε τη δυνατότητα να ακυρώνουν τις καλές προθέσεις των κυβερνώντων για απλουστεύσεις διαδικασιών. Τους προβάλλουν αναρίθμητα εμπόδια και χιλιάδες δικαιολογίες για να μην αλλάξει τίποτα. Έτσι αντί του επιδιωκόμενου περιορισμού της γραφειοκρατίας με ήπια μέσα και προτροπές, στο τέλος ως δια μαγείας προκύπτουν περισσότερες δαιδαλώδεις διαδικασίες και εμπόδια στην εξέλιξη και την ανάπτυξη.
Μπορούμε να παρομοιάσουμε την γραφειοκρατία με σκαντζόχοιρο. Όπως και αυτός, είναι βραδυκίνητη και όταν προσπαθήσεις να την ενοχλήσεις, επιδιώκοντας απλουστεύσεις και αλλαγές προς όφελος της οικονομίας και της κοινωνίας γενικά, συσπειρώνεται και προβάλει τα αγκάθια της, που πολλές φορές είναι οδυνηρά για τους κυβερνώντες, που υπολογίζουν το πολιτικό κόστος. Υπάρχουν επ’ αυτού πολλά πρόσφατα παραδείγματα. Γι’ αυτό αντί για τη σταδιακή βελτίωση και την απλούστευση των διαδικασιών, που ποτέ δεν επιτυγχάνεται, θα πρέπει να επιλέγεται η κατάργηση των ανώφελων γραφειοκρατικών ρυθμίσεων και κανόνων (deregulation) μια κι έξω.
Μόνο οι απόλυτα αναγκαίες ρυθμίσεις και κανόνες λειτουργίας που επιβάλλονται από πάγιες συνταγματικές προβλέψεις και από διεθνείς υποχρεώσεις της χώρας, θα πρέπει να διατηρηθούν, αφού πρώτα απλουστευθούν πλήρως. Επίσης, πολλές αρμοδιότητες και λειτουργίες της βραδυκίνητης και αντιδραστικής δημόσιας διοίκησης θα μπορούσαν να μεταβιβασθούν σε ιδιωτικούς φορείς, τόσο για τη μείωση του δημοσιονομικού κόστους όσο και για την αύξηση της αποτελεσματικότητας και της ταχύτητας των ενεργειών.
Λαμβανομένου υπόψη ότι δεν υπάρχει ικανό και αποφασισμένο μεταρρυθμιστικό προσωπικό, ούτε στα κόμματα που στηρίζουν την κυβέρνηση ούτε στη δημόσια διοίκηση, που θα κληθεί να σχεδιάσει και να εφαρμόσει τις μεταρρυθμίσεις που χρειάζονται, θα πρέπει η απόφαση να παρθεί και να ολοκληρωθεί από την κορυφή, δηλαδή από τον ίδιο τον πρωθυπουργό και από τους υπουργούς που είναι αποφασισμένοι για ριζικές αλλαγές στον δημόσιο τομέα. Ευτυχώς μετά την αποχώρηση της ΔΗΜΑΡ από τη συγκυβέρνηση και με τον κυβερνητικό σχηματισμό που ακολούθησε, αυξήθηκε σημαντικά ο αριθμός των υπουργών που διαπνέονται από μεταρρυθμιστικό πνεύμα, των οποίων η αποφασιστικότητα φάνηκε αμέσως από την αρχή. Υπάρχει επομένως βάσιμη ελπίδα ότι η μεταρρυθμιστική προσπάθεια θα ενισχυθεί και θα προχωρήσει. Τότε μόνο θα μπορέσουμε να πούμε ότι σημειώθηκε ικανοποιητική πρόοδος, όταν, με βάση τις διεθνείς συγκρίσεις, η χώρα μας θα κατατάσσεται μεταξύ των είκοσι πρώτων χωρών που εμφανίζουν επιτεύγματα και ποιότητα στην οικονομία, στην κοινωνία και στην προσέλκυση επενδύσεων.
Got something to say? Go for it!