Γράφει ο Στέλιος Ράμφος

δημοσιεύθηκε στην Καθημερινή στις 28 Φεβρουαρίου 2010

sailing_by_a_shipwreck

Γράφω υπό την πίεσι της ομόθυμης παραδοχής ότι το τρέχον δημοσιονομικό ναυάγιο απηχεί μια γενικώτερη χρεωκοπία του κοινωνικού, θεσμικού, πολιτικού και πνευματικού μας οικοδομήματος, η οποία καταγράφεται διεθνώς ως κρίσι αξιοπιστίας της χώρας. Τα υλικά πράγματα κόστισαν ηθικά κι ακούμε σαν σταθερή επωδό ότι αν δεν αλλάξουμε ως λαός νοοτροπία, δεν μπορεί να μας σώση τίποτε. Επί τέλους γνωρίζομε τα στοιχεία για το μέγεθος της δημοσιονομικής εκτροπής, το έλλειμμα παραγωγικότητος και ανταγωνιστικότητος, την επελαύνουσα οικονομική ύφεσι στην αριθμητική τους τουλάχιστον εκδοχή, την οποία η Εθνική Στατιστική Υπηρεσία παραποιούσε συστηματικά για να παραπλανήση τους «κουτόφραγκους».

Δεν είμαι βέβαιος ότι κατανοούμε ακριβώς τι σημαίνει να είσαι αναξιόπιστος και τι θα πη «ν’ αλλάξουμε νοοτροπία», ώστε να πράξωμε τα δέοντα. Επαναλαμβάνουμε αρειμανίως το περίφημο «να κάνουμε νέα αρχή», χωρίς να εξηγούμε τους βαθύτερους λόγους του «τέλους» και ποιού «τέλους». Η λαλίστατη αμηχανία που μας κατέλαβε δεν δείχνει απλώς παροξυσμό της κρίσεως μέσα μας, αλλά προειδοποιεί ότι κινδυνεύουμε να βουλιάξουμε για τα καλά νομίζοντας πως αλλάζουμε.  Ήρθε η ώρα να αφήσουμε την χιμαιρική Ελλάδα της γενιάς του ’30 και να αναγνωρίσουμε με την ίδια αγάπη την πραγματική. Ίσως έτσι να γίνη το ναυάγιο ευκαιρία.

Χαρακτηριστικό της επικοινωνιακής μας εποχής είναι η διάχυση των πληροφοριών με ηθική προϋπόθεσι και προέκτασι την εμπιστοσύνη. Το περιβάλλον υπάρχει μέσα μας και υπάρχουμε εντός του, ενώ το νόημα των μηνυμάτων και πληροφοριών δεν ανάγεται μόνο στο άμεσο τους περιεχόμενο αλλά και στα συμφραζόμενα.

Έτσι αποφασιστικός παράγων της κοινωνητικής σχέσεως παύει να είναι απλά η συμφωνία των μερών σε τυπικό επίπεδο και γίνεται επιπλέον μια αρμονία με συμβολικό υπόβαθρο την ειλικρίνεια. Τους συμβατικούς κανόνες ενεργοποιούν νοηματικά τα σύμβολα σαν οιονεί μυθικά πλαίσια που πρέπει διαρκώς να εμπλουτίζωμε προς όφελος του συνόλου και όχι να παραβιάζωμε ιδιοτελώς. Εξαπατώντας με παραποιημένα στοιχεία την Ε.Ε. υπονομεύουμε ηθικά τον συνεκτικό της συμβολισμό, η σταθερότης του οποίου συνυφαίνεται με διαρκές βάθαιμα της συνυπάρξεως των μελών της. Η ανειλικρίνεια και ο ανατολίτικος πλαγιασμός υποθάλπουν πρακτικά την ανισότητα.

Ακρογωνιαία ηθική αρχή κάθε βιώσιμης ενώσεως είναι η εμπιστοσύνη. Αξίζει την εμπιστοσύνη μας όποιος υπηρετεί την καλύτερη δυνατή συνεργάσια ‘ δεν την αξίζει όποιος κοιτάζει μόνο την δική του ωφέλεια και υπολογίζει απλώς προσχηματικά τους άλλους. Εμπιστευόμαστε τον κύριο του εαυτού του και του λόγου του, αναγνωρίζοντας του θετικότητα παρά τις όποιες αδυναμίες έχει. Εξαπατήσαμε, και γι’ αυτό το ηθικό κεφάλαιο της εμπιστοσύνης των ευρωπαίων εταίρων απέναντι μας εξανεμίσθηκε – εκεί κυρίως πτωχεύσαμε!

Προς το ελληνικό κράτος δεν δυσπιστούν μόνο οι Ευρωπαίοι αλλά και οι πολίτες του. Από την πλευρά του το κράτος μας προσπαθεί να επανακτήση την εμπιστοσύνη των εταίρων καταδιώκοντας τους φοροφυγάδες (υπό μία έννοια πολίτες εξεγερμένους εναντίον του), αφού προηγουμένως τους φορτώση τις ευθύνες του και αφού συγκαλύψη τις δικές του παρανομίες. Η αντίδρασι στην δική του αναξιοπιστία, αναλγησία και διαφθορά καλλιέργησε εν πολλοίς την φορο-εισφοροδιαφυγή και την παραοικονομία που επιχειρεί σήμερα να συμμαζέψη. Αλλά με ποιόν τρόπο και τι όρους; Διότι και οι λήσταρχοι του 19ου αιώνος επανεντάχθηκαν στην νεοελληνική κοινωνία κι εν τούτοις συνέχισαν την δουλειά τους νομίμως στα πλαίσια του συμπλέγματος κράτους και πολιτικού συστήματος. Το κρίσιμο θέμα δεν είναι οι φοροφυγάδες ‘ είναι ότι οι πολίτες απαντούν στην απάτη του κράτους με δική τους απάτη. Και το άθροισμα των δύο απατών δίνει νοοτροπία.

Σε τέτοιες περιπτώσεις την κυρίως ευθύνη έχει ο κατά τεκμήριο ωριμώτερος, εν προκειμένω το δημόσιο. Θα ήταν απείρως φρονιμώτερο το κράτος να επιδιώξη ειλικρινά την εμπιστοσύνη των πολιτών, να ειρηνεύση μαζί τους, αντί να τους μετατρέψη μαζικά σε κοινωνικούς παρίες. Και πάντως να μην ενεργή ακόμη παραπειστικά, διότι αυτό κάνει όταν οι βουλευτές παραιτούνται με τυμπανοκρουσίες από 800€ του μισθού τους, αποφεύγοντας να διασαφήσουν ότι τα περικόπτουν από μισθό 6.000, ο οποίος με τις αποζημιώσεις των κοινοβουλευτικών επιτρόπων σχεδόν διπλασιάζεται. Τι εγγυάται πως οι πολιτικοί και οι κρατικοί αξιωματούχοι ή παράγοντες δεν μετατρέπουν τις προσωπικές τους ιδιοτέλειες σε δημόσια αγαθά; Αυτές δεν κατοχυρώνει ο διαβόητος νόμος περί ευθύνης υπουργών; Με τι ηθικό ανάστημα ζητούν από τους πολίτες να μην πράξουν αναλόγως; Στην γενικευμένη πρακτική της αποκρύψεως και της αμοιβαίας εξαπατήσεως, το κράτος δεν εμπιστεύεται τους πολίτες ούτε οι πολίτες το κράτος, καθώς αγνοούν που πηγαίνουν οι φόροι τους, οπότε μένει ο κλεφτοπόλεμος της διαφθοράς: το φοβούνται, το περιφρονούν και το εξαγοράζουν, για να μην τους βιάζη εξακολουθητικά και αρπακτικά.

Εδώ τίθεται με έμφασι το ζήτημα της νοοτροπίας. Τι εννοούμε λέγοντας «ν’ αλλάξουμε νοοτροπία»; Τι πρέπει να εγκαταλείψουμε; Η νοοτροπία δεν είναι φυσικό ελάττωμα αλλά κακή συνήθεια, κρυστάλλωμα τρόπου ζωής που εγγράφεται ως ψυχική έξι. Η αλλαγή νοοτροπίας δεν έχει πρωτίστως να κάνη με τάξι στο χάος των χιλιάδων ΝΠΔΔ, των «δραστηριοτήτων» της τοπικής αυτοδιοικήσεως, των χρεωκοπημένων ΔΕΚΟ ή «επιχειρήσεων» του τύπου ΟΣΕ και ΕΡΤ. Αυτά και πολλά άλλα είναι συμπτώματα. Η αλλαγή νοοτροπίας έχει να κατ’ αρχήν να κάνη με περιγραφή αυτού του χάους στην ψυχή του μέσου Έλληνα, χάους το οποίο αναπαράγεται προς τα έξω και χρειάζεται κατάλληλη αγωγή με προοπτική αμέσου αποδόσεως και ορίζοντα μακροχρόνιας θεραπείας.

Μιλάμε για εντός και έξω ταραχές, η διασταύρωσι των οποίων επιτρέπει στο κράτος να τρώη τα παιδιά του προβάλλοντας επάνω τους τις δικές του ενοχές. Αν η λογική της επιδιωκομένης ανακάμψεως παραβλέψη αυτό το σύμπλεγμα, η αποτυχία πρέπει να θεωρείται δεδομένη, αφού και στην υποθετική περίπτωσι επιτεύξεως δημοσιονομικής σταθερότητος, η κρίσι αργά ή γρήγορα θα αναζωπυρωθή. Σε μια κοινωνία αργόσχολων καταναλωτών με αποκούμπι το κράτος, χωρίς το σφρίγος της αναπτύξεως και την αυτοπεποίθησι της προκοπής, ελλείμματα και χρέος είναι μοιραίο να εκτοξεύωνται. Οι νοοτροπίες επιβεβαιώνονται στην επανάληψι και «δικαιώνονται» στην ευκολία. Ακριβώς εν ονόματι της εισπρακτικής ευκολίας το πρόγραμμα σταθερότητος καταδιώκει τον μισθωτό και τον μικροεπαγγελματία, αντί να πολεμά τα χαριστικά μέτρα, τις εξωφρενικές δημόσιες σπατάλες και να σχεδιάζη έστω σε δεύτερο στάδιο, την προσέλκυσι επενδύσεων σε ένα περιβάλλον φιλικό και παραγωγικό. Η κοινωνία μας θα μαραίνεται και η αρρώστια της δεν θα γιατρεύεται όσο το κράτος θα την κρατά υποχείρια και θα την υποχρεώνη να του πληρώνη προστασία σε ένα σύστημα οιονεί σουλτανικής δημοκρατίας.

Που απλώνουν τα ριζώματα αυτού του σκοταδιού μέσα στην ψυχή μας και γράφουν στην νοοτροπία μας; Ίσως να βρίσκουν έδαφος σε ασύνειδα αρχέτυπα της πατρικής εξουσίας, που έρχονται από θρησκευτικούς δρόμους στην συνείδησι και πίνουν χυμούς της ζωής.

Εκεί δείχνει να είναι ο συμβολικός πυρήνας του παθογόνου συμπλέγματος το οποίο διαμορφώνει σε μεγάλο βαθμό τις συμπεριφορές στην κοινωνία μας υποβάλλοντας αντανακλαστικά αδιαφάνειας και απονενοημένα ξεσπάσματα. Εξ ού και το καθεστώς παρατεταμένου ευνουχισμού του συναισθήματος, που ελλείψει δημιουργού εκφράσεως εσωτερικεύεται μηδενιστικά, ασχέτως εάν το μεν δημόσιο εκτονώνη την κοινωνική δυσφορία με ρουσφέτια και προσλήψεις, ενώ το πολιτικό σύστημα προσθέτη ναρκωτικά το μένος των κομματικών αντιπαραθέσεων.

Ο δρόμος της ιάσεως θα ανοίξη εφ’ όσον η επανορθωτική λογική περιλάβη εμμέσως πλήν σαφώς την τόνωσι του Εγώ – όχι του εγωισμού – των πολιτών εις βάρος του κοινωνικού Υπερεγώ, που απεργάζεται και απολαμβάνει την συνθήκη της υιικής υποτέλειας με την συνδρομή της Εκκλησίας, η οποία καθαγιάζει την κυριαρχία του μεταφυσικά. Αυτή την εξάρτησι βιώνουμε στην αμετανόητη υποκρισία μας και υπεκφυγή ‘ αυτή ματαιώνει χρόνια και χρόνια την παιδεία της αυτενέργειας που μπορεί να ελευθερώση τις κοιμισμένες δυνάμεις στα άτομα και στο σύνολο. Να το πω απερίφραστα: Η δεσποτεία ενός παραδόσιμου Υπερεγώ μας κρατά σαν μικρά παιδιά που βιώνουν παθητικά το σήμερα με όρους του χθές, ένα είδος νοσταλγών κάποιου άλλου κόσμου και όχι τούτου «του ψεύτικου», οργανωτών του χρόνου σε καφενειακή διάρκεια. Σ’ αυτόν τον διχασμό παραπέμπει ο ασκητικής καταγωγής διχασμός μεταξύ σώματος και πνεύματος, προεκτεινόμενος σε αγχώδη μειονεξία ή φουσκωμένη έπαρσι και περαιτέρω σε άρνησι τόσο των αξιών της ζωής όσο και κάθε λόγου να κοπιάζης για λογαριασμό τους. Η ευκολία φέρνει ευτέλεια και η ευτέλεια μια βουλιμία χωρίς αυτοεκτίμησι ερειδομένη στον φθόνο, την κατεργαριά και την πλεκτάνη.

Το σταυρικό σημείο είναι πως οι νοοτροπίες εκκινούν μεν από το ασυνείδητο, όμως βρίσκουν πεδίο εκφράσεως και δράσεως στην συνείδησι, έχουν προμαχώνα την σκέψι. Μ’ αυτό τον τρόπο ο ιός τους ενεργεί πριν από κάθε πρακτική επιλογή και μεταδίδεται ως λογική της ίδιας της πραγματικότητος. Εκτιμώ – και ζητώ εδώ την προσοχή του αναγνώστη – ότι η εθνική μας συλλογιστική επιζητεί αταβιστικά εναρμονισμό του πνεύματος με μια κλειστή κοσμική αρχή και τάξι, για να βρη καθησυχαστικά αξιακό προσδιορισμό του νοήματος, υποτιμώντας ή απορρίπτοντας την λογική σχέσι πραγμάτων και γεγονότων. Υπηρετεί και καλλιεργεί μιάν αντίληψι λογικής αιτιότητος η οποία βασίζεται στην πρόχειρη γενικότητα και δίνει απόλυτη προτεραιότητα στο αίσθημα έναντι της λογικής, θέλει οπωσδήποτε απαντήσεις και αποστρέφεται τα ερωτήματα. Αδυνατεί έτσι να ζητήση την αλήθεια της προτάσεως στην πραγματικότητα των λογικών όρων, οπότε θα μετρούσε η λογική του υφιστάμενου προβλήματος και όχι η ανωτερότητα της υποθετικής αρχής. Αυτά έχει το τάβλι!

Η απαιτούμενη αλλαγή νοοτροπίας εξαρτάται από την εγκατάλειψι του πεδίου της γενικής αιτιότητος και την υιοθέτηση εκείνου της αιτιότητος των λογικών όρων, η οποία επιτρέπει να συναγάγωμε από την ελάσσονα πρότασι ως μείζονα την σημασία και η σκέψι να κερδήση σε ήθος, ευθύτητα και δύναμι. Η επιλογή του δευτέρου πεδίου υποστήριξε άλλωστε και την ιστορική μετάβασι από τον μεσαιωνικό άνθρωπο σ’ εκείνο των Νέων χρόνων. Η εμμονή στον πρώτο απέτρεψε έως σήμερα την ελληνική Αναγέννησι και έφερε μύρια δεινά, μεταξύ των οποίων και τις πολιτισμικές προϋποθέσεις του τελευταίου ‘ η εκσυγχρονιστική προοπτική αποτελεί το πιο κρίσιμο κοινωνικό μας διακύβευμα με αιχμή πνευματική την μεταρρύθμισι της παιδείας. Αδιέξοδο και διέξοδος είμαστε εμείς οι ίδιοι!