Γράφει ο Αλέξης Ραμπότας

Δημοσιεύθηκε στο eyedoll.gr

 

«Θέλουμε 5% επί του ΑΕΠ για την Παιδεία», φωνάζουν και φώναζαν επί χρόνια φοιτητικές νεολαίες και μη, εγείροντας θέματα υποχρηματοδότησης των πανεπιστημίων και θέτοντας ερωτήματα για το αν θέλει το κράτος να μορφώσει τους πολίτες του.

 

Αυτό που πάντα με προβλημάτιζε ήταν από πού και ως πού 5%; Γιατί όχι 5,1%; Γιατί όχι 6 ή 7%;

Προσωπικά δεν γνωρίζω με ακρίβεια καν, το ΑΕΠ της χώρας και κατά συνέπεια δεν μπορώ να ξέρω και πόσο είναι το εκάστοτε επί τοις εκατό ποσοστό που δίνεται για την Παιδεία.

Αλλά ακόμα και αν το γνώριζα, μου λείπουν βασικές γνώσεις για πολλά άλλα: λειτουργικά έξοδα, έξοδα μισθοδοσίας, έξοδα μεταφοράς μαθητών, έξοδα συγγραμμάτων.

 

Ταυτόχρονα, όλες αυτές οι μεταβλητές επηρεάζονται από ακόμα περισσότερους παράγοντες, για τους οποίους επίσης δεν έχω κάποια καταρτισμένη άποψη.

Για παράδειγμα, η τιμή των σχολικών βιβλίων καθορίζεται από την τιμή του χαρτιού και του μελανιού που αλλάζουν συνέχεια, τα έξοδα των σχολικών λεωφορείων επηρεάζονται κατά κύριο λόγο από την τιμή του πετρελαίου, όπως και τα έξοδα θέρμανσης, ενώ το κονδύλι για τη σίτιση των φοιτητών κυμαίνεται ανάλογα με τη διεθνή τιμή πώλησης των σιτηρών και την εσωτερική και εξωτερική αγορά κρεάτων.

 

Ακόμα όμως και αν είχε κάποιος όλες αυτές τις πληροφορίες, του λείπει μια πολύ βασική: έχει το κράτος ικανοποιητικά έσοδα ώστε να καλύψει όλο αυτό το κόστος;

Τα φορολογικά έσοδα απέδωσαν τα αναμενόμενα; Πώς πήγε ο προϋπολογισμός;

 

Όταν λοιπόν, ένας επίδοξος αγωνιστής υπέρ της Παιδείας ζητήσει να τρώνε περισσότερα άτομα δωρεάν στη φοιτητική λέσχη, η καλύτερη απάντηση είναι να κοπεί κατά 50 ευρώ το επίδομα ανεργίας, ώστε να δοθούν αυτά τα χρήματα για τη σίτιση των φοιτητών.

Όταν ξανακατεβάσει μια φοιτητική παράταξη ψήφισμα για να δίνεται το 5% του ΑΕΠ για την Παιδεία, η απάντηση πρέπει να είναι ότι θα μειωθεί κατά 100 ευρώ ο μισθός των δημοσίων υπαλλήλων, για να καλυφθεί η διαφορά.

Η ελαφρότητα και ηλιθιότητα της απάντησης, είναι αντίστοιχης του αιτήματος.

 

Έχουν περάσει δεκάδες υπουργοί από το θώκο του Υπουργείου παιδείας, πολλοί από αυτούς ήταν ικανοί, πρόθυμοι και με όρεξη για να λύσουν τα προβλήματα.

Ελάχιστοι κατάφεραν να αλλάξουν, πόσο μάλλον να βάλουν, έστω και ένα λιθαράκι.

Σε αυτό συντέλεσε ένα τσιμεντένιο τοίχος, με δομικά υλικά την αγωνιστική φοιτητική νεολαία, που ορθώνεται κάθε φορά που πάει κάτι να αλλάξει.

Αυτός ο τοίχος το μόνο που έλεγε ήταν όχι σε όλα, και τι αντιπρότεινε;

Περισσότερα χρήματα για την Παιδεία.

Λες και ο εκάστοτε υπουργός έχει ένα τσουβάλι χρήματα και επειδή μας κάνει τον κακό, δεν θέλει να τα δώσει υπέρ τη Παιδείας.

 

Βέβαια, αν ένας λαός θέλει να έχει μέλλον και προοπτική σε αυτό, η Παιδεία είναι ο καλύτερος τομέας να επενδύσει τα πλούτη του. Αλλά αυτό προϋποθέτει δύο πράγματα, το πρώτο να «επενδύσει», δηλαδή όχι να δίνει ασύδοτα χρήματα, αλλά καίρια και στοχευμένα.

Δεύτερον, να επενδύσει τον «πλούτο», πολιτισμικό και υλικό, δηλαδή πέραν της χρηματοδότησης, να μπορεί να έχει τους καλύτερους επιστήμονες στα πανεπιστήμιά του και τους καλύτερους δασκάλους στα σχολεία του και όχι απλώς να δημιουργεί έδρες καθηγητών.

Όλα αυτά όμως προϋποθέτουν αξιολόγηση, την οποία την εξοστρακίζουν και πάλι οι παντογνώστες νεολαίοι.

 

Φυσικά, ο καθένας έχει το δικαίωμα να απαιτεί, να φωνάζει και να διεκδικεί αυτό που θεωρεί δίκαιο ή καλύτερο.

Καλό είναι όμως, όλη αυτή η διαμαρτυρία να γίνεται κάτω από ένα πρίσμα διαλόγου και διαβούλευσης.

Δεν είναι δυνατό ή τουλάχιστον δεν οδηγεί πουθενά, να αντιμετωπίζεται ο κάθε υπουργός Παιδείας με την καχυποψία ότι έχει ως μέλημα την ιδιωτικοποίηση της Παιδείας και τη δημιουργία ανειδίκευτων εργατών που θα εξυπηρετούν το κεφάλαιο.

 

Όταν χτίζεις τοίχους σε οποιοδήποτε πρωτοβουλία ή κίνηση, με το μόνο που μπορείς να κάνεις διάλογο είναι τα τούβλα του τοίχου σου.

Ιδιαίτερα σε ένα τόσο σύνθετο πρόβλημα, όπως αυτό της Παιδείας, δεν μπορώ να καταλάβω πώς ένας 18 χρόνος είναι τόσο βέβαιος για την ορθότητα και αναγκαιότητα των αιτημάτων του, που φτάνει σε βαθμό – όταν δεν γίνονται δεκτά – να οδηγείται στην έσχατη λύση, την κατάληψη.

 

Σαν να σκοτώνει αυτό που λέει ότι προασπίζεται, γιατί δεν ήταν έτσι όπως του άρεσε…

 

Πηγή: eyedoll.gr