Γράφει ο Μιχάλης Πεγκλής*

Δημοσιεύθηκε στο Αττικό Βήμα στις 21 Οκτωβρίου 2013

 

Εντάξει, η δικαιοσύνη με κάποια καθυστέρηση, που ίσως αποδειχτεί πλεονέκτημα για το αποδεικτικό υλικό, θα αποδοθεί. Ό,τι απομείνει «ελεύθερο» από τη Χρυσή Αυγή θα συνεχίσει να λοιδορεί τους πάντες, μάλλον τηρώντας τα προσχήματα λίγο περισσότερο. Κέρδος είναι κι αυτό. Ο πολιτικός λόγος της Χρυσής Αυγής όπως και του άλλου άκρου, του αριστερού, εκφραζόμενου από τους αντιεξουσιαστές, ακροαριστερούς, ΚΚΕ και μερίδα του Σύριζα έχει πολλά κοινά χαρακτηριστικά. Ένα από τα σημαντικότερα είναι το «μίσος» για τον Δυτικό κόσμο.

Η Δύση, ακόμη και η Ευρώπη, παρουσιάζεται από τα δύο άκρα σαν «βάρβαρη», που προσπαθεί να μας λεηλατήσει, να μας ταπεινώσει, να «υφαρπάξει» τον φυσικό πλούτο. Η Δύση είτε δανείζει με ληστρικούς όρους είτε ρίχνει χημικά στους λαούς, σύμφωνα και με πρόσφατο άρθρο του Μίκη Θεοδωράκη που αποκάλεσε του Ευρωπαίους «άγριους με γραβάτα»! Τα άκρα ζητούν «πρακτικές» λύσεις: πλήρη διαγραφή του χρέους, σεισάχθεια κ.λπ.

Το ζήτημα είναι ότι, αν και χωρίς πρόσφατες δημοσκοπήσεις, η άποψη πως «η Δύση θέλει το κακό μας» απηχεί τις απόψεις μεγάλης μερίδας των συμπολιτών μας, ίσως και της πλειοψηφίας. Ασφαλώς και η εικόνα της περικοπής των μισθών, συνδεδεμένης με τις επισκέψεις των «εκπροσώπων των δανειστών» και η απώλεια 1.000 θέσεων εργασίας κάθε μέρα για τρία ολόκληρα χρόνια ενίσχυσε το «αντιδυτικό φρόνημα».

Η εικόνα του δυτικού κόσμου ως «εχθρού» δεν προέρχεται μόνο από την μεγάλη κρίση που βιώνουμε, αν και οξύνθηκε από αυτή. Όπως αντίστροφα, δεν έπαψε να ισχύει παρά τον θετικό ρόλο που η Ευρώπη και η Δύση έχει παίξει στην πρόσφατη ιστορία μας, στους δύο Παγκόσμιους Πολέμους, στο σχέδιο Μάρσαλ, στον αντιδικτατορικό αγώνα, στην ένταξη της χώρας στην ΕΟΚ και στον πακτωλό επιδοτήσεων που τη συνόδευσαν, ακόμη και στο αγροτικό εισόδημα σήμερα. Είναι βαθύτερο το ζήτημα.

Ειδικότερα, το αντιγερμανικό αίσθημα σχετίζεται με τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, ενώ η καχυποψία έναντι της Δύσης προέρχεται από κατάλοιπα που μας άφησε η μακρόχρονη παραμονή του Οθωμανικού ζυγού και που, δυστυχώς, παρά τα σχεδόν 200 χρόνια που πέρασαν από τότε δεν καταφέραμε να αποβάλουμε. Εμπεριέχει, δε, και διαστρέβλωση του κλασικού πολιτισμού μας που υπήρξε κατ’ εξοχήν κοσμοπολίτικος, ενώ συνοδεύεται από τη γνωστή θεωρία των «βελανιδιών» και της εν γένει υποτίμησης του «ξένου» συνήθως ως «βλάκα». Στα κείμενα του Στέλιου Ράμφου υπάρχουν μεγαλύτερες αναλύσεις στο θέμα αυτό.

Σε πολιτικό επίπεδο το αντιδυτικό φρόνημα «πάλεψε» ο Κωνσταντίνος Καραμανλή με το «ανήκομεν εις τη Δύση» που το συνόδευσε με το «δεν εννοώ ότι είμαστε αιχμάλωτοι της Δύσης» και την ένταξη της χώρας στην ΕΟΚ σε μία εποχή που η πλειοψηφία της κοινής γνώμης ήταν επίσης αρνητική. Αντίστροφα, τον αντιδυτικισμό «χάιδεψε» ο Ανδρέας Παπανδρέου τα βήματα του οποίου μιμείται σήμερα ο κ. Τσίπρας που σπέρνει αντιευρωπαϊσμό όπου σταθεί.

Η Δύση δεν θέλει το κακό μας. Ασφαλώς και κάθε χώρα ενδιαφέρεται για τα δικά της συμφέροντα, το ίδιο και εμείς. Στην περίοδο της κρίσης που διανύουμε, η Ε.Ε. θέλει να μας βοηθήσει και αυτό το κάνει με πολλούς χειροπιαστούς τρόπους όπως επιτόκιο δανεισμού 1,25% επιστροφή του κέρδους των Ελληνικών ομολόγων από τις κεντρικές τράπεζες, μετάθεση των χρόνων αποπληρωμής, τεχνογνωσία μεταρρυθμίσεων και άλλα. Το μίσος που καλλιεργούν σήμερα τα πολιτικά άκρα υποσκάπτουν τα αξιακά θεμέλια της πατρίδας μας και αυτό ασκεί αρνητικές επιρροές ειδικά στους νεότερους.

Στην εποχή της παγκοσμιοποίησης η καταξίωση του έθνους προϋποθέτει την ικανότητα να διακρίνεται στον ανταγωνισμό με τα άλλα έθνη, να συνεργάζεται και να δίνει στους πολίτες τα εφόδια να δημιουργούν. Αν εθνικισμός είναι η ιδεολογία που βάζει το έθνος στην πρώτη θέση του αξιακού βάθρου και αφιερώνεται στην ανάδειξη και καταξίωσή του, τότε το μίσος προς τη Δύση είναι μία αντεθνική και μειοδοτική πολιτική στάση. Η λύση στο πρόβλημα αυτό περνάει πρωτίστως μέσα από την εκπαίδευση και την καλλιέργεια σύγχρονης εθνικής συνείδησης. Αυτές οι λύσεις όμως χρειάζονται πολλά χρόνια για να αποδώσουν καρπούς και γι’ αυτό δεν γίνονται κυβερνητικές προτεραιότητες.

 

*Ο Μιχάλης Πεγκλής είναι Σύμβουλος Δημόσιας Πολιτικής, Ερευνητής του Centre for European Studies στις Βρυξέλες και του Centre for National Strategic Studies στη Σανγκάη

 

Πηγή: Αττικό Βήμα