Γράφει ο Ανδρέας Ανδριανόπουλος
Δημοσιεύθηκε στο www.andrianopoulos.gr
Μέσα στην κορύφωση της οικονομικής κρίσης που μαστίζει την χώρα αλλά και με τα αδιέξοδα που απειλούν τους πολίτες να γιγαντώνονται ήρθε νομίζω η ώρα κάποια πράγματα να ξεκαθαρίσουν και να λεχθούν με το όνομά τους. Κόντρα στην πραγματικότητα κι’ ενάντια σε εκτιμήσεις που στηρίζονται στην απλή λογική, παράγοντες του δημοσίου βίου, πολλοί αναλυτές και τα περισσότερα κόμματα επιμένουν πως το ελληνικό αδιέξοδο οφείλεται σε νεοφιλελεύθερες πολιτικές που εφαρμόσθηκαν κατά το παρελθόν και που συνεχίζουν να επιβάλλονται από τους δανειστές της χώρας τώρα. Είναι αδύνατον να καταλάβουν οι κατακυριευμένοι από τον νεοελληνικό προσοδοθηρικό κρατισμό πως στην Ελλάδα η κρίση προήλθε από τον δημόσιο τομέα κι’ όχι από την ιδιωτική οικονομία. Με άλλα λόγια, χρεοκόπησε το κράτος ενώ ήσαν ακόμη τότε υγιείς οι Τράπεζες και οι επιχειρήσεις.
Είναι τουλάχιστον χιουμοριστικό να επιμένει κάποιος πως το τεράστιο δημόσιο χρέος, που κατά κύριο λόγο οφείλεται σε δανεισμό του κράτους, προέρχεται από πολιτικές μείωσης του μεγέθους του δημοσίου, ελαχιστοποίησης των φορολογικών επιβαρύνσεων κι’ απελευθέρωσης των αγορών. Πως είναι δυνατόν να μειώνεται το κράτος και παράλληλα να υπερδανείζεται για να καλύψει τις αυξημένες του ανάγκες; Ο παραλογισμός είναι σαφής για όποιον στηρίζεται στο μυαλό του για να καταλήξει σε αξιοποιήσιμα συμπεράσματα.
Αυτή εν τούτοις είναι η κυρίαρχη αντίληψη που επικρατεί στο δημόσιο διάλογο της χώρας. Σαν συνέπεια, το σύνολο των αντιδράσεων κατά της σημερινής κατάστασης της ελληνικής οικονομίας επικεντρώνονται σε καταγγελίες κατά των άκαρδων («νεοφιλελεύθερων») δανειστών που συνειδητά καταλύουν τον κοινωνικό ιστό της χώρας (τον χτισμένο με δανεικά πάντως) αποδομώντας τον δημόσιο τομέα.
Το ερώτημα είναι, αν η αποδόμηση του βασικού υπεύθυνου των αδιεξόδων αποτελεί βήμα προόδου ή οπισθοδρόμησης; Αφού είναι πλέον καταφανές πως ο νεοφιλελευθερισμός δεν μπορεί να είναι υπεύθυνος των σημερινών προβλημάτων, αφού αυτά προκλήθηκαν από τον βαρύτατα δανεισμένο δημόσιο τομέα, αυτονόητα θα μπορούσε κάποιος να εκτιμήσει πως θα ήταν μοχλός για την έξοδο από την κρίση. Κάτι τέτοιο όμως είναι περίπου αδύνατο, εφ’ όσον ο πάντες παραμένουν οχυρωμένοι στις αρχέγονες ιδεολογικές τους φαντασιώσεις.
Την περίφημη ανάπτυξη όλοι την περιμένουν από την ανεμπόδιστη ροή καινούργιου χρήματος. Που δεν θα έκανε τίποτα διαφορετικό βέβαια από την αναπαραγωγή του παρελθόντος. Η αντι‐νεοφιλελεύθερη υστερία καταδικάζει την χώρα να πορευθεί σε ακόμη μεγαλύτερη ύφεση με βαθύτερα και σκληρότατα κοινωνικά αδιέξοδα.
Η περιγραφή του νεοφιλελεύθερου παραδείγματος και ο τρόπος με τον οποίο αντιμετώπισε κατά μέτωπο τα αδιέξοδα της δεκαετίας του 1970 και 1980, που επιχειρεί με εξαιρετική σαφήνεια και γλαφυρότητα ο Daniel Stedman Jones (Masters of the Universe: Hayek, Friedman, and the Birth of Neoliberal Politics. Oxford: Princeton University Press, 2012) αναδεικνύει το μυωπικό σύνδρομο που χαρακτηρίζει την σημερινή ελληνική κοινωνία. Δίχως προκαταλήψεις και τους όποιους πολιτικούς φανατισμούς ο συγγραφέας περιγράφει την περιπλάνηση στην ιδεολογική ερημιά των θεωρητικών της ελευθερίας σε όλη την διάρκεια της μεταπολεμικής κυριαρχίας του Κεϋνσιανισμού στη Δύση. Η ευκαιρία για τις επίμονες απόψεις των Αυστριακών θεωρητικών Karl Popper και Friedrich Hayek αλλά και των οικονομολόγων του Πανεπιστημίου του Σικάγο, με προεξάρχοντα τον Milton Friedman, ήρθε με το οικονομικό τέλμα και την συνακόλουθη κοινωνική παρακμή των μέσων της δεκαετίας του ’70.
Ξαφνικά έγινε συνείδηση πως ο μεγάλος δημόσιος τομέας δεν αποτελούσε την λύση αλλά το μεγαλύτερο μέρος του προβλήματος. Ο εφιάλτης μιας γενικής οικονομικής κατάρρευσης σε Ευρώπη και Αμερική αναδείχθηκε σαν ρεαλιστική προοπτική. Υπήρχε ανάγκη για νέες αντιλήψεις και διαφορετική σύλληψη των πραγμάτων. Σε συστήματα με υπερδιογκωμένο δημόσιο τομέα, με συνδικαλιστικές διεκδικήσεις που ξεπερνούσαν τις δυνατότητες του κρατικού ταμείου να ανταποκριθεί και με μια αντίληψη πως τα δικαιώματα υπερκάλυπταν τις όποιες υποχρεώσεις ο Κεϋνσιανισμός δεν είχε πλέον τις δυνατότητες να ανταποκριθεί. Τα πάντα άρχισαν να αλλάζουν όταν η Μάργκαρετ Θάτσερ διέκοψε συζήτηση οικονομικών εγκεφάλων του κόμματός της και, ρίχνοντας στο τραπέζι ένα αντίτυπο του βιβλίου του Hayek «Το Σύνταγμα της Ελευθερίας», τους τόνισε: «Σε αυτό πιστεύουμε». Μείωση φόρων, απορρύθμιση αγορών, αυστηρός έλεγχος της διάθεσης χρήματος και ιδιωτικοποιήσεις δημόσιας περιουσίας ξεκίνησαν αμέσως μετά. Για να γίνουν σύντομα ‐ αφού η διακυβέρνηση Ρίγκαν έφερε στο προσκήνιο και την ενασχόληση με την προσφορά (supply side economics) κι’ όχι με την Κεϋνσιανή λογική της ζήτησης ‐ από αίρεση, οικονομική ορθοδοξία.
Δεξαμενές σκέψεις στην Βρετανία (Centre for Policy Studies, Institute of Economic Affairs, Adam Smith Institute) και γιγαντιαία μελετητικά ιδρύματα στις ΗΠΑ (American Enterprise Institute, Heritage Foundation, Cato Institute, Institute for Humane Studies μεταξύ άλλων) αλλά και σημαντικές προσωπικότητες σε διάφορους τομείς (καθηγητές Stigler (1), Buchanan (2), Tullock (3), Niskanen (4)
Παραπομπές
(1) “The Economics of Information,” Journal of Political Economy, 69(3), pp. 213‐225 (1961).
(2) Με τον Gordon Tullock, The Calculus of Consent: Logical Foundations of Constitutional Democracy (1962).
(3) Με τον James Buchanan, The Calculus of Consent: Logical Foundations of Constitutional Democracy (1962); «Public Choice,» The New Palgrave Dictionary of Economics, 2nd Edition [1987] 2008.
Got something to say? Go for it!