Γράφει ο Ευθύμιος Πέτρου

Δημοσιεύθηκε στην Εστία στις 4 Νοεμβρίου 2013

 

  Η ελληνική κοινωνία έχει εθισθή εδώ και πολλά χρόνια στην πολιτική βία. Σε τέτοιο βαθμό, ώστε πράξεις τυφλής τρομοκρατίας, όπως η δράσις της «17 Νοέμβρη», εύρισκαν και μεταξύ των πολιτών και, στα μέσα ενημερώσεως φωνές – αν όχι συμπαθείας – τουλάχιστον «κατανοήσεως».

Σε αυτό το πολιτικό υπόστρωμα μπόρεσε να κερδίση ικανό αριθμό ψηφοφόρων ένα κόμμα σαν τη Χρυσή Αυγή, το οποίο και αν δεν διεκήρυττε την βία, δεν άφηνε σε κανέναν αμφιβολίες ως προς το ότι την αποδέχεται ως πολιτική πρακτική. Το τραγικό δε είναι, ότι οι περισσότεροι από αυτούς τους ψηφοφόρους δεν εψήφιζαν τις πολιτικές θέσεις αυτού του κόμματος, αλλά μάλλον την ροπή του προς εξωθεσμικές και «αντισυστημικές» λύσεις.

  Δεν είναι απλώς ψήφος διαμαρτυρίας. Είναι ψήφος αγανακτήσεως την οποία εξέθρεψαν δεκαετίες ανομίας και διαφθοράς. Μια μεγάλη μερίδα πολιτών, είναι τόσο απογοητευμένη που θεωρεί πως δεν υπάρχουν χειρότερα από αυτά τα οποία ζούμε σήμερα. Και όμως χειρότερα υπάρχουν και εν προκειμένω βλέπουμε να τίθεται σε αβεβαιότητα η κοινωνική ειρήνη και η προσωπική ασφάλεια με έναν τρόπο που δεν τολμούσαμε καν να διανοηθούμε.

Αυτό είναι το συμπέρασμα από την πρωτοφανή κλιμάκωση της βίας τις τελευταίες εβδομάδες, κατά τις οποίες έχουμε ήδη τρεις νεκρούς. Και μάλιστα με περιστατικά τα ποιοτικά χαρακτηριστικά των οποίων είναι πολύ διαφορετικά. Φαίνεται ότι πρόκειται για κλιμάκωση που δημιουργεί τον φόβο ότι μπορεί να δούμε ακόμη χειρότερα. Και αυτό είναι που μεταξύ άλλων σοκάρει τον Έλληνα πολίτη.

Και σε αυτή την κατάσταση η απάντησις είναι μία και μόνη. Πρέπει να λειτουργήσουν οι θεσμοί. Πρέπει να εφαρμοσθούν οι νόμοι. Πρέπει η κυβέρνησις να επιδείξει πολιτική βούληση προς την κατεύθυνση αυτή. Αντιστοίχως βεβαίως και η αντιπολίτευσις πρέπει για μια φορά τουλάχιστον να αποφύγη τις προσφιλείς σε αυτήν ανευθυνότητες και να συμβάλη από την πλευρά της στην εμπέδωση της, αναγκαίας περισσότερο παρά ποτέ, κοινωνικής σταθερότητος.

Είναι πολλά χρόνια τώρα που έχουμε καταντήσει να θεωρείται καταπίεσις η εφαρμογή των νόμων και επίδειξις δημοκρατικής ευαισθησίας, κάθε πράξη αναρχίας και οχλοκρατίας. Τα δε κόμματα της αριστεράς επιτηδείως προωθούν αυτήν την αντίληψη, την στιγμή κατά την οποία κόπτονται υποκριτικώς υπέρ της εφαρμογής του Συντάγματος. Το οποίο το ερμηνεύουν τόσο επιλεκτικά που φθάνουν σε διαστρέβλωση της πραγματικής του έννοιας.

Δεν είναι τυχαίο, ότι υφέρπουσα πολιτική βία δυναστεύει εδώ και πολλά χρόνια την περιοχή στην οποία υπήρξε ο πρώτος νεκρός, ο Παύλος Φύσσας. Βία που προϋπήρξε της εμφανίσεως της Χρυσής Αυγής. Και που ευθύνεται για τον μαρασμό της περιοχής, αφού δεν άφηνε να λειτουργήσουν κανονικά οι μικρές ναυπηγοεπισκευαστικές μονάδες που εξησφάλιζαν ευημερία στους κατοίκους. Όμως η ευημερία δεν ήταν ποτέ το ζητούμενο των κύκλων που καλλιεργούν την πολιτική βία. Και αυτή είναι η παγίδα στην οποία με τον ένα ή τον άλλο τρόπο προσπαθούν να επωφεληθούν από τέτοιες καταστάσεις.

Έτσι όμως δεν δίδουν μόνον «άλλοθι» στην βία. Δίδουν πολιτικό άλλοθι και στους ψηφοφόρους μορφωμάτων όπως η Χρυσή Αυγή. Αν δεν το καταλαβαίνουν, επιβεβαιώνουν απλώς την τραγική έλλειψη πολιτικής πείρας, αλλά και την μικρόνοιά τους.

Έχουμε μπροστά μας μια κατάσταση η οποία παραπέμπει στην τρομοκρατική δράση οργανώσεων σαν την «17 Νοέμβρη» με χρήση όπλων που δεικνύουν σχέσεις και με το κοινό έγκλημα. Ο τόπος  που επελέγη ήταν αυτός που διευκόλυνε και την διάπραξη του εγκλήματος και την διαφυγή των δραστών. Η επιλογή των θυμάτων τυχαία με μόνο κριτήριο την πολιτική τους τοποθέτηση. Πρόκειται για τυπική μεθοδολογία τρομοκρατών.

Η τεχνολογία δίδει πλέον δυνατότητες διερευνήσεως που δεν υπήρχαν ούτε πριν δέκα χρόνια οπότε εξηρθρώθη η «17 Νοέμβρη». Όμως οι αστυνομικές αρχές πρέπει να τις αξιοποιήσουν, κινούμενες με αποφασιστικότητα και ταχύτητα. Διαφορετικά ελλοχεύει ο κίνδυνος να εκτροχιασθή η κατάστασις κατά τρόπον απρόβλεπτο. Όπως απρόβλεπτες ήσαν και οι εξελίξεις της περασμένης Παρασκευής.