Γράφει ο Χριστόφορος Χ. Ματιάτος

Δημοσιεύθηκε στο Αττικό Βήμα στις 17 Ιανουαρίου 2014

 

Ο Κάρολος ντε Σεκοντά, βαρώνος ντε λα Μπρέντ και ντε Μοντεσκιέ, πέρα από το να έχει ένα όνομα κάποιου μήκους, έγραψε πολλά σοφά και χρήσιμα πράγματα που κάποτε δεν είναι γνωστά, άλλοτε ξεχνώνται και ενίοτε δεν εφαρμόζονται. Στο κλασσικό και κύριο έργο του «Περί του πνεύματος των νόμων» κάνει μια επισήμανση, καθόλου ανεπίκαιρη σε σχέση με την ελληνική καθημερινότητα και πραγματικότητα. Αποδίδει «στην ευκολία του λέγειν και στην αδυναμία του εξετάζειν» το υποστηριζόμενο ότι «όσο περισσότερο επιβαρύνονται με φόρους οι πολίτες, τόσο περισσότερο προσπαθούν να είναι σε θέση να τους πληρώσουν.» Θεωρεί ότι αυτό είναι «σόφισμα» («Ημαρτημένος συλλογισμός γενόμενος εκουσίως και προς απάτην…» εξηγεί το λεξικό του Ελευθερουδάκη). Σόφισμα «πού πάντοτε έχει χαντακώσει και θα χαντακώνει εσαεί» τις κυβερνήσεις. Ο αείμνηστος γράφει «μοναρχίες», αλλά είναι προφανές ότι απλοποιεί, αναφερόμενος στη συνήθη μορφή της τότε εξουσίας. Δεν είναι βέβαιο πως θα είχε διαφορετική γνώμη για τις δημοκρατίες αντιθέτως.

Επειδή, όμως, ένας κούκκος δεν φέρνει την άνοιξη, οι Ρωμαίοι έλεγαν πως ένας μάρτυς δεν φτάνει και ο Μοντεσκιέ, ίσως, δε θεωρείται αρκετός, χρήσιμη είναι και μια άλλη κατάθεση σύμφωνα με την οποία οι φόροι, από κάποιο σημείο και πέρα, βλάπτουν όχι μόνο τους φορολογουμένους αλλά και τους φορολογούντες. Οφείλεται στον Αιμίλιο ντε Ζιραρντέν (Γιραρδίνο για τους παλαιότερους), Γάλλο, «εκ των αξιολογωτέρων δημοσιογράφων της εποχής του» (η εποχή αυτή ήταν ο δέκατος ένατος αιώνας), εκδότη πολλών εφημερίδων, πολιτικό, «διακριθέντα και επί φιλελληνισμώ)», δεινό ξιφομάχο (μετέστησε εις Κύριον συνάδελφό του). Αυτός υποστήριζε, μεταξύ πολλών άλλων σωστών απόψεων (αλλά και κάποιων λιγότερο σωστών είναι αλήθεια), ότι «Η δύναμη των κυβερνήσεων είναι σε αντίστροφο λόγο με το βάρος των φόρων.» Η λογική και ακραία συνέπεια της σκέψης αυτής είναι πως την ημέρα που το βάρος των φόρων θα γίνει συντριπτικό σε κάποια χώρα, η κυβέρνησή της θα υποχρεωθεί να διακομισθεί με φορείο, πράγμα που μπορεί να υποθέσει κανείς ότι δε θα είναι στα μέλη της απολύτως αρεστό.

Η σύμπτωση των απόψεων του Μοντεσκιέ και του Ζιραρντέν πρέπει να βάλει σε κάποιες σκέψεις όσους έχουν την εντύπωση ότι οι φόροι που επιβάλλουν μπορούν να τείνουν προς το άπειρο, ίσως δε να το φθάνουν και να το ξεπερνούν, χωρίς σοβαρό πρόβλημα για τους ίδιους.

Πρόσφατα, προστέθηκε καινούργια χάντρα στο μετά μανίας εμπλουτιζόμενο και παιζόμενο φορολογικό κομπολόι. Υπήρξε ήδη, εδώ και λίγα χρόνια, ένας «φόρος αυτομάτου υπερτιμήματος» για τα ακίνητα. Ανταποκρινόταν τουλάχιστον σε στοιχειώδη υποχρέωση των φορολογικών νόμων, με συνταγματική μάλιστα διάσταση. Ίσχυε για το μέλλον. Έγινε όμως προφανές, ότι όπως διαμορφωνόταν ή μάλλον παραμορφωνόταν το μέλλον μας, αντί αυτομάτου υπερτιμήματος των ακινήτων, θα είχαμε στο εξής σημαντική αυτόματη υποτίμηση. Έτσι εμφανίζεται σήμερα «φόρος εισοδήματος από υπεραξία μεταβίβασης ακίνητης περιουσίας.» Και ο σχετικός νόμος στρέφεται πλησίστιος προς το παρελθόν. Είναι, βέβαια, μάλλον καταχρηστική η χρήση του όρου εισόδημα για το προϊόν της πώλησης ενός ακινήτου και εύλογα υποψιάζεται κανείς ότι η επιλογή του δεν ήταν αθώα, οφείλεται δε στη μάταιη προσπάθεια να καταστεί περισσότερο εύληπτος και εύπεπτος. Ενώ είναι γνωστό και προφανές ότι αυτός ο φόρος και άλλοι όμοιοί του αποβλέπουν αποκλειστικά σε ταμιευτικούς σκοπούς, κρίνεται σκόπιμο να εξωραϊστούν με αμφίβολα φύλλα συκής, δήθεν κοινωνικού ή ηθικού χαρακτήρα, που, αν και τιμούν την εφευρετικότητα της Σεβαστής Διοίκησης, δεν κολακεύουν τη σοβαρότητά της.

Υπήρχε φόρος μεταβιβάσεως ακινήτων που βάρυνε τον αγοραστή. Τώρα περιορίστηκε. Ο νέος φόρος επιπίπτει στον πωλητή. Οι «κακοί» εναλλάσσονται στα μάτια της εξουσίας. Ίσως θα έπρεπε να κριθεί το θέμα κορώνα-γράμματα. Ή, πιο πρακτικά, ένας λογικός φόρος μεταβιβάσεως να μοιραστεί μεταξύ των δύο συμβαλλομένων, φόρος φυσικά επί της πραγματικής αξίας. Αντί μιας απλής λύσεως, ο νέος φόρος φαίνεται να εμπνέεται από τις αρχές που συνήθως απολήγουν στο γνωστό στους Έλληνες πολίτες τρίπτυχο: ουρά, φθορά, διαφθορά. Φορολογεί υπέρμετρα τη διαφορά, που θεωρείται υπεραξία, ανάμεσα στην τιμή κτήσεως και στην τιμή πωλήσεως. Προβλέπεται ένας συντελεστής απομείωσης, ανάλογα με τα έτη που χωρίζουν τα δύο χρονικά σημεία. Δεν αλλάζει όμως την εικόνα. Ο νόμος αποκτά σουρρεαλιστική διάσταση: καλύπτει τη διάρκεια όλης της ανθρώπινης ζωής. Νήπιο που κληρονόμησε ακίνητο και αποφάσισε να το πουλήσει μετά από 80 χρόνια, υπόκειται στον φόρο. Και αλλοίμονό του, αν δε διατήρησε, παρά τις όποιες περιπέτειες της ζωής, ως ιερά κειμήλια, μπουγιουρντιά και τεσκερέδες των τότε συναλλαγών με την εφορία. Αν δεν τα προσκομίσει η τιμή κτήσεως θα θεωρηθεί μηδενική! Μεσολάβησαν πληθωρισμοί, υποτιμήσεις, το χαρτονόμισμα τεμαχίσθηκε, μηδενικά κόπηκαν, αλλά το κράτος θέλει φόρο υπεραξίας, γιατί όχι και από κτίσεως κόσμου; Το λαμπρό αυτό νομοθέτημα επιφυλάσσει, μετά το εναρκτήριο χάος που θα προκαλέσει, και πολλές άλλες εκπλήξεις, ακόμα και σ’ αυτούς που το διέπραξαν.

Επιστροφή στον Μοντεσκιέ: Έγραψε ότι «πρέπει η εξουσία να σταματά την εξουσία». Σε μια χώρα όπου η νομοθετική και η εκτελεστική εξουσία έγιναν χαρμάνι και όχι σπάνια αφηνιάζουν, ελπίζεται ότι η δικαιοσύνη θα καταφέρει να τις συγκρατήσει.

Πηγή: ΑΤΤΙΚΟ ΒΗΜΑ