Γράφει ο Α. Π. Δημόπουλος

Δημοσιεύθηκε στην Εστία στις 31 Ιουλίου 2014

Δικαστές

«Οι πολιτικοί αποφασίζουν την δημοσιονομική πολιτική και όχι η δικαστική εξουσία. Έχει λόγο η Δικαιοσύνη για το τι είναι δίκαιο και τι άδικο, αλλά δεν μπορεί να κάνει δημοσιονομική πολιτική». Ή τουλάχιστον αυτό σημείωσε προσφάτως ο Υπουργός των Οικονομικών μιλώντας ενώπιον του ΣΕΒ. Δεν ήταν ο μόνος πού θορυβήθηκε – οι πρόσφατες αποφάσεις της Δικαιοσύνης, με τις οποίες κηρύχθηκαν αντισυνταγματικές περικοπές μισθών και συντάξεων, δημιουργούν, αναμφισβήτητα, δημοσιονομικό κενό. Και το σημαντικότερο θέτουν ένα αμιγώς πολιτικό ἐρώτημα. Μπορούν οι Δικαστές να ανατρέπουν τις αποφάσεις μιας κυβέρνησης, που απολαμβάνει δημοκρατικής νομιμοποίησης; Με άλλη διατύπωση, θα την θυμάστε, «Ποιος τελικά κυβερνάει αυτόν τον τόπο;».

Είναι το περίφημο «Κράτος των Δικαστών» – έτσι συνήθως μεταφράζουμε στα ελληνικά τον όρο «gouvernement des juges» του Γάλλου νομομαθή Lambert, αυτό που ονόμασε αργότερα στις Η.Π.Α. «δικαστικό ακτιβισμό» ο Arthur Schlesinger Jr. Στο κράτος αυτό τον τελευταίο λόγο τον έχουν οι Δικαστές, όχι η εκλεγμένη κυβέρνηση – δεν πρόκειται για παρωδία δημοκρατίας; Ή, όπως το διατύπωσε, στην πολιτική παράδοση της Δύσης, με όρους σχεδόν αποκαλυπτικούς, ο τρίτος Πρόεδρος των Η.Π.Α. και συγγραφέας της Διακήρυξης της Ανεξαρτησίας Thomas Jefferson: «Το να δέχεσαι τούς Δικαστές ως τους τελικούς κριτές των συνταγματικών θεμάτων αποτελεί ένα πολύ επικίνδυνο δόγμα και κάτι που θα μας τοποθετούσε κάτω από τον δεσποτισμό μιας ολιγαρχίας. Οι Δικαστές μας είναι το ίδιο έντιμοι όσο και οι άλλοι άνθρωποι και όχι περισσότερο… και η δύναμή τους ακόμα πιο επικίνδυνη μια και είναι ισόβιοι και δεν υπόκεινται, όπως οι άλλες εξουσίες, στον εκλογικό έλεγχο». Ολιγαρχία Δικαστών, λοιπόν; Ή μήπως όχι;

Τώρα, ο φόβος του «Κράτους των Δικαστών» ίσως ακούγεται εύλογος –  αλλά μόνον in abstracto. Γιατί ιστορικά, in concreto, στην Δύση, των Ηνωμένων Πολιτειών συμπεριλαμβανομένων, με την εξαίρεση της Μεγάλης Βρετανίας στην οποία, για λόγους που έχουν να κάνουν με την ιδιαιτερότητα της πολιτικής κουλτούρας της χώρας, κρατεί απολύτως η αρχή της κοινοβουλευτικής κυριαρχίας («parliamentary sovereignty»), το δημοκρατικό πολίτευμα οργανώθηκε πάνω στην βάση της αρχής των διάκρισης των εξουσιών  –εκτελεστικής, νομοθετικής, δικαστικής. Δεν υπάρχει, εδώ, μία εξουσία – πηγή των υπολοίπων, η νομοθετική δηλαδή, ως εκφράζουσα την πλειοψηφική βούληση του λαού και κατά τούτο ανέλεγκτη. Στην Δύση, δεν νοείται δημοκρατία χωρίς διάχυτο ή συγκεντρωτικό έλεγχο της συνταγματικότητας των νόμων από την δικαστική εξουσία. Γιατί;

Μά γιατί, εάν η Δικαιοσύνη έπαυε να έχει λόγο στο θέμα του ελέγχου της συνταγματικότητας των νόμων, αυτό θα οδηγούσε, αργά ή γρήγορα, σε κατάρρευση το ίδιο το δημοκρατικό πολίτευμα. Ποιός θα σταματούσε άραγε τότε τούς πολιτικούς να νομοθετήσουν οτιδήποτε; Μα, οτιδήποτε! Υπάρχει κανείς πού να το θέλει αυτό; Με αυτή την έννοια, στην Δύση δεν φοβόμαστε το «Κράτος των Δικαστών». Φοβόμαστε αυτό που ο John Adams ονόμασε και ο Alexis de Tocqueville εκλαΐκευσε ως την «τυραννία της πλειοψηφίας» – την απόλυτη, αν θέλετε, εξουσία, στο όνομα της δημοκρατίας, των πολιτικών. Αυτή φοβόμαστε – όχι τούς Δικαστές που την ελέγχουν. Τελικά ισχύει για το «Κράτος των Δικαστών» το λεγόμενο για την ίδια την δημοκρατία – ναι το σύστημα του δικαστικού ελέγχου έχει μειονεκτήματα, αλλά η εναλλακτική της μονοκρατορίας της όποιας πλειοψηφίας θα ήταν απείρως χειρότερη.

Είναι αυτή ακριβώς η συνειδητοποίηση, ότι ο όποιος «δικαστικός ακτιβισμός» είναι λιγότερο επικίνδυνος και άρα θεσμικά προτιμότερος από την έλλειψη ελέγχου των πολιτικών, που οδήγησε έναν μεγάλο Αμερικανό Πρόεδρο, τον Franklin Delano Roosevelt, στην χειρότερη πολιτική του ήττα. Το 1937 ο Roosevelt βρέθηκε αντιμέτωπος με ένα Ανώτατο Δικαστήριο απολύτως αρνητικό σε σειρά νομοθετημάτων του, τα οποία συγκροτούσαν το δεύτερο «κύμα» της λεγόμενης New Deal, της ιστορικά δικαιωμένης δηλαδή πολιτικής αναθέρμανσης της οικονομίας και εξόδου από την μεγάλη οικονομική κρίση. Ο Πρόεδρος, έχοντας κερδίσει την δεύτερη θητεία του, το 1936, με ποσοστό άνω του 60%, έχοντας δηλαδή νωπή και καθαρή εντολή να εφαρμόσει μια πολιτική εξόδου από την κρίση, εξοργίστηκε. Τι έκανε;

Αντίθετα με άλλους προκατόχους του, από τον Jefferson έως τον Lincoln, που περιορίστηκαν στην πολιτική εκμετάλλευση της υποτιθέμενης απειλής ενός «Κράτους των Δικαστών», ο Roosevelt αποφάσισε να δράσει. Όπως ο ίδιος το διατύπωσε, επέστη ο χρόνος «να σώσουμε το Σύνταγμα από τους Δικαστές». Έφερε λοιπόν ένα νομοσχέδιο, το «Judicial Procedures Reform Bill», με το οποίο θέλησε να αλλάξει ριζικά τη σύνθεση του Ανωτάτου Δικαστηρίου, ώστε να ελέγξει τις όποιες «αντικυβερνητικές» του αποφάσεις. Τι απέγινε; Ηττήθηκε φυσικά. Ο νόμος καταψηφίστηκε στο Κογκρέσο. Γιατί; Γιατί ο αμερικανικός λαός, όπως συστηματικά κατέγραψαν οι δημοσκοπήσεις της εποχής, αντιτάχθηκε στο σχέδιο ενός από τούς πλέον δημοφιλείς Προέδρους του και μάλιστα στην πιο ζοφερή στιγμή οικονομικής κρίσης της χώρας. Κανείς δεν ήθελε ένα νόμο, που θα επέτρεπε στους πολιτικούς να κάνουν ό,τι θέλουν. Ακόμα και στον μεγάλο F.D.R. Λογικότατο.

Εννοείται, το «Κράτος των Δικαστών» δεν είναι τέλειο. Λίγη τριβή με την περιώνυμη νομολογία του Ε΄ τμήματος του Συμβουλίου της Επικρατείας, σε κάνει να βλέπεις τον Roosevelt με συμπάθεια. Αλλά ακόμα και σε αυτήν την ακραία περίπτωση, δεν θέσπισαν οι Δικαστές το άρθρο 24 του Συντάγματος – αυτό που έχω επανειλημμένα χαρακτηρίσει «άρθρο αντάξιο δευτεροκλασάτης Λαϊκής Δημοκρατίας». Ούτε και τα άρθρα 17 και 106, στα οποία, όπως έχω γράψει στο παρελθόν («Το Ποτάμι θα γυρίσει πίσω», «Εστία» 27-03-2014), «επήλθε περιστολή της προστασίας της ατομικής ιδιοκτησίας και τελικά υπονομεύθηκε η όλη «αστικοδημοκρατική» ιδεολογία, που μια τέτοια επαρκής προστασία γεννά και προϋποθέτει». Τα άρθρα αυτά, που όπως ορθά σημείωσε, ο Στέφανος Μάνος, «θα είχαν θέση σε μια πολιτεία που θα είχε ως ευαγγέλιο τις δοξασίες του Λένιν», δεν αποτελούν δικαστικό αλλά πολιτικό δημιούργημα. Με την έννοια αυτή, περιπτώσεις, όπως αυτή της νομολογίας του Ε΄ τμήματος, μπορούν να ιδωθούν, όχι ως «δικαστικός ακτιβισμός», αλλά, όπως το διατύπωσε κάποτε ο Hans Kelsen, ως «νομική ειδοποίηση». Τι μας ειδοποιούν; Ότι χρειαζόμαστε επιτέλους ένα άλλο Σύνταγμα, που να αποδίδει στην ατομική ελευθερία και ιδιοκτησία την πρωτοκαθεδρία πού της στέρησε το «λαϊκόδημοκρατικό» Σύνταγμα του 1974 και ο σοσιαλισμός που το ενέπνευσε και το διακατέχει. Πάντοτε, φυσικά, με την εγγύηση του ελέγχου των ιδίων Δικαστών. Πως αλλιώς;