Γράφει ο Στέλιος Σταυρίδης

Δημοσιεύθηκε στην Εστία στις 25 Ιουνίου 2011

broken-mirror

Η Σουηδική Ακαδημία σε συνεργασία με την Κεντρική Τράπεζα (που το 1968 καθιέρωσαν το Νόμπελ Οικονομίας), παρακολουθούν με μεγάλο ενδιαφέρον τις προτάσεις επιφανών Ελλήνων «οικονομολόγων» (πολιτικών, καθηγητών, δημοσιογράφων, κ.λπ.) για άμεση έξοδο της Ελλάδος από την κρίση. Μάλιστα, σκέπτονται να καθιερώσουν και δεύτερο Νόμπελ οικονομίας. Αν τελικά το αποφασίσουν, αναμένεται η ελληνική Αριστερά να πάρει επιτέλους το Νόμπελ, για το οποίο με τόσο πάθος αγωνίζεται.

Ιδιαίτερα εστιάζουν στην ευρηματική οικονομική θεωρία «δεν πληρώνω τα χρέη μου και ταυτόχρονα ρίχνω χρήμα στην αγορά (λεφτά υπάρχουν), οι πολίτες ευημερούν, κινείται η οικονομία, το κράτος εισπράττει φόρους και έτσι μειώνεται το έλλειμμα».

Η οικονομική θεωρία που αναπτύσσουν οι εγχώριοι «φωστήρες» (οι οποίοι τόσο καταλυτικά έχουν συμβάλλει στην οικονομική, κοινωνική και ηθική κατρακύλα της Ελλάδος, αλλά και τις τελευταίες ημέρες και στον διεθνή διασυρμό μας), συνοψίζεται στα όσα έλεγε προ ημερών μικρός επιχειρηματίας της επαρχίας: «Αλλοίμονο αν μειωθούν κι άλλο τα εισοδήματα των υπαλλήλων του δημόσιου τομέα και των ΔΕΚΟ. Θα αδειάσουν τα μαγαζιά μας. Δεν θα πατάει ψυχή, αφού ακόμα και αυτό το λίγο χρήμα που κυκλοφορεί σήμερα στην αγορά, θα εξαφανιστεί μαζί με τις επιχειρήσεις μας».

Ο επιχειρηματίας αυτός, ποτέ του δεν κατάλαβε ότι τα χρήματα που τόσα χρόνια εισέπραττε, προήρχοντο εν πολλοίς από συνεχή και αλόγιστο κρατικό δανεισμό. Το κράτος, δηλαδή, δανειζόμενο και υποθηκεύοντας το μέλλον όλων, διογκώθηκε και ταυτόχρονα επέτρεψε και στην τοπική αυτοδιοίκηση να γίνει τελείως ασύδοτη. Όλοι μαζί διόριζαν αργόμισθους, οι οποίοι χωρίς να παράγουν το παραμικρό έργο, εισέπρατταν υψηλότατους μισθούς και επιδόματα, που επίσης με μεγάλη ευκολία τα κατανάλωναν, δημιουργώντας επί δεκαετίες «πλαστή ευφορία». Και τώρα, καλούμαστε βίαια, άδικα και ισοπεδωτικά, να πληρώσουμε «το μάρμαρο». Αν όμως δεν το κάνουμε, η χώρα ολόκληρη δεν έχει καμμία προοπτική. Οι λεονταρισμοί των ανεύθυνων, μας οδηγούν μαθηματικά στην απόλυτη εξαθλίωση.

Ποτέ καμμία οικογένεια, καμμία κοινωνία και κανένα κράτος δεν προόδευσε σπαταλώντας δανεικά. Διότι όπως άριστα γνωρίζουν, ακόμα και αναλφάβητοι, όταν σήμερα δανείζεσαι 100, κάποια μέρα θα κληθείς να πληρώσεις και τους τόκους και άρα να επιστρέψεις 110, 130 ή και 400 (ανάλογα με την χρονική περίοδο του δανεισμού και τα επιτόκια). Και αν μεν έχεις επενδύσει έξυπνα τα δανεισθέντα, τότε έχεις δημιουργήσει και προϋποθέσεις παραγωγής πλούτου, για να καλύψεις χρέος και τόκους. Αν όμως τα έχεις κατασπαταλήσει σε καλοπέραση και «καλονυχτιές», μπουζούκια, αιθέριες (εξ ανατολών) υπάρξεις, πολυτελή αυτοκίνητα, πανάκριβα καταναλωτικά προϊόντα κάθε λογής, τότε είσαι χαμένος από χέρι, καμένος και «καημένος», χωρίς μάλιστα προοπτική.

Οι αυξήσεις στον ΦΠΑ, στον φόρο κατανάλωσης καυσίμων, σε όλους τους έμμεσους και άμεσους φόρους, έχουν νεκρώσει την αγορά και οδηγούν την μια μετά την άλλη τις ιδιωτικές επιχειρήσεις σε κλείσιμο. Όσο οι κυβερνώντες προστατεύουν πανίσχυρες συντεχνίες και ισχυρότατα κρατικοδίαιτα συμφέροντα, τόσο και θα αποδεκατίζουν τις όλο και μειούμενες υγιείς επιχειρήσεις του ιδιωτικού τομέα.

Οι γονείς μας, μας έμαθαν την αξία της αποταμίευσης. Κάθε φορά που βλέπουμε έναν παλιό κουμπαρά, οι περισσότεροι από εμάς νοσταλγούμε εποχές σκληρής δουλειάς, αλλά και εποχές αξιοπρέπειας, δημιουργίας, προόδου και ελπίδας. Μας είχαν μάθει βλέπετε πως όταν «αφήνεις στην μπάντα ένα ποσό», το ποσό αυτό με τα χρόνια «αυγατίζει», δηλαδή αυξάνεται. Αντίθετα, όταν δανείζεσαι και σπαταλάς αλόγιστα, κάποια μέρα θα πληρώσεις στο πολλαπλάσιο, δανεισθέν κεφάλαιο και τόκους, παραπονούμενος για τους κερδοσκόπους και τους τοκογλύφους, αλλά ποτέ για την ανοησία και απρονοησία σου.

Παρά τα μαθήματα, λοιπόν, που όλοι εμείς οι παλαιότεροι πήραμε από τους σοφούς γονείς μας, δανειστήκαμε, ξανα-δανειστήκαμε, πήραμε πιστωτικές κάρτες, πήραμε καταναλωτικά και άλλα δάνεια και «ξεκοκκαλίσαμε» στα γνωστά «πολιτιστικά κέντρα» επιδοτήσεις από τα αλλεπάλληλα ευρωπαϊκά προγράμματα συνοχής, στήριξης και ανάπτυξης. Βλέπαμε απαθείς τις συμμορίες να λεηλατούν τους πάντες και τα πάντα γύρω μας. Και τώρα, αγανακτισμένοι, υβρίζουμε αυτούς που μας τα μοίραζαν απλόχερα για να τους ανταμείβουμε με την ψήφο μας.

Οι διαβρωμένοι λοιπόν εγκέφαλοι των οικονομολόγων της μιζέριας, αυτοί οι απαίσιοι γκαουλάιτερς των ανοήτων «της πλατείας», συνεχίζουν να λένε : «Διώξτε τους Ευρωπαίους, μην μας πνίγετε, ρίξτε χρήμα στην αγορά, λεφτά υπάρχουν»!

Μου θυμίζουν έναν φουκαρά που άνοιξε ένα μαγαζί, αλλά οι πελάτες του δεν είχαν χρήματα. Και ιδού τι σκαρφίστηκε το δαιμόνιο μυαλό του, επηρεασμένο από τους υποψήφιους Νομπελίστες : Πήρε τις οικονομίες του από την τράπεζα και τις μοίρασε, λέγοντας στους συγχωριανούς του : «Πάρτε από 100 ευρώ για να ψωνίσετε κάτι από το μαγαζί μου». Ο άνθρωπος έδωσε ριζική, απλή και άμεση λύση ! Δεν κατάλαβε όμως, ότι εξαγοράζοντας ευημερία τον περίμενε η μιζέρια. Θα σοβαρευτούμε άραγε έστω και την δωδεκάτη ώρα ;