Από τον χρήστη του twitter, LavrentisBeria3

Δημοσιεύθηκε στο Capital στις 4 Φεβρουαρίου 2015

varoufakis

«-Σύντροφε καλώς ήρθατε. -Γιατί δεν είμαστε στη Λιουμπλιάνκα; Και γιατί δεν κάνω εγώ τις ερωτήσεις; Πού είναι τα ηλεκτρόδια;». Ο γνωστός Lavrenti Beria σε έναν ρόλο εντελώς διαφορετικό από αυτόν που μας έχει συνηθίσει (αυτόν του ανακριτή δηλαδή), καλείται ο ίδιος αυτή τη φορά να δώσει «απαντήσεις».

 

Οι ημέρες που ακολούθησαν την εκλογική αναμέτρηση και την πεντακάθαρη νίκη του ΣΥΡΙΖΑ χαρακτηρίστηκαν από ενδιαφέρουσες εξελίξεις. Σε πολύ μικρό χρονικό διάστημα, λιγότερο των δύο εβδομάδων, οι πολλές και συχνά αντικρουόμενες δυναμικές μέσα στο νέο κυβερνητικό σχήμα προσπάθησαν να μεταλλαχθούν σε μια ομοιογενή ομάδα και να παρουσιάσουν μια κυβερνητική στρατηγική, με κοινό παρονομαστή, έργο εξόχως δύσκολο.

Στο επίκεντρο αυτών των ζυμώσεων κεντρική θέση είχε η οικονομική πολιτική, καθώς ήταν και βασικός πυλώνας της «αντιμνημονιακής» καμπάνιας της συγκυβέρνησης και ένας από τους λόγους της ευρύτατης εκλογικής νίκης.

Σε αυτό το πλαίσιο, ο νέος υπουργός Οικονομικών ξεκίνησε τις επαφές του με αξιωματούχους της ΕΕ πριν καν πάρει ψήφο εμπιστοσύνης από την Βουλή. Μια δυναμική προσπάθεια να θέσει την ατζέντα και να κερδίσει και το επικοινωνιακό παιχνίδι των πρώτων ημερών της κυβέρνησης – πράγμα απολύτως θεμιτό και πολιτικά χρήσιμο. Δεν θα εστιάσω στο επικοινωνιακό κομμάτι, στο αν ο υπουργός φορούσε jeans ή 3-piece κοστούμι, αν η γλώσσα προς τον Dijsselbloem ήταν «ηρωική» ή «γερμανοτσολιάδικη». Αυτά είναι για τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης και για όσους προσπαθούν να δουν την κορνίζα και όχι τον πίνακα. Θα προσπαθήσω να εστιάσω μέσα από τη δική μου ματιά στην ουσία.

Η κουβέντα του ΥΠΟΙΚ με τους αξιωματούχους και τον Τύπο, όπως αναμενόταν, εστιάστηκε γύρω από το χρέος. Το «κούρεμα», τη «διαγραφή», τους ελεγκτικούς μηχανισμούς, την «Τρόικα» και όλα αυτά που κατέκλυσαν τις οθόνες των δεκτών μας τους τελευταίους μήνες. Το καυτό προεκλογικό ζήτημα το οποίο, όπως θα εξηγήσω παρακάτω, δεν είναι ιδιαίτερα «καυτό», αλλά προσφέρεται για επικοινωνιακή πολιτική και για να δοθεί ένα στίγμα προθέσεων.

«Μα δεν είναι το χρέος «καυτό» ζήτημα;», θα μπορούσε να αναρωτηθεί κανείς.

Πλεόν, όχι, κατά την ταπεινή μου γνώμη. Η Ελλάδα έχει ένα μεγάλο χρέος σαν ποσοστό του ΑΕΠ (170%) αλλά μέσω της συμφωνίας με τους εταίρους, το κόστος εξυπηρέτησής του είναι εξαιρετικά χαμηλό. Είναι περίπου αντίστοιχο με χρέος 80% του ΑΕΠ αν κάποιος υπέθετε ότι η Ελλάδα δανειζόταν από τις αγορές με τα ισχύοντα επιτόκια. Επίσης, με την συμφωνία του 2012, μετά το τέλος του προγράμματος (δηλαδή φέτος), θα άνοιγε η κουβέντα για επιπλέον επιμήκυνση της αποπληρωμής και περαιτέρω μείωσης των επιτοκίων. Αυτά είναι γνωστά, δημόσια και δρομολογημένα. Το πρόβλημα της χώρας δεν είναι το χρέος ή η εξυπηρέτησή του. Είναι η ρευστότητα, σε πρωτογενές επίπεδο.

Γιατί λοιπόν επιλέχθηκε το χρέος ως πεδίο μάχης και αντιπαράθεσης με την Ε.Ε.; Ίσως διότι ήταν αναγκαστικό για την κυβέρνηση να δώσει ένα στίγμα. Δεν θα κατακρίνω την άκομψη τακτική, ίσως πηγάζει από τις εσωτερικές ισορροπίες της συγκυβέρνησης. Δεν θα κατακρίνω καν τον σκοπό. Αν κερδηθούν έστω και 10 εκατ. ευρώ το χρόνο είναι θετικό. Αλλά θα μου επιτρέψετε να κατακρίνω την προχειρότητα. Ο κύριος υπουργός γνωρίζει καλά την κατάσταση των ταμειακών διαθεσίμων της χώρας. Αυτό σημαίνει ότι δεν υπάρχει χρόνος για χάσιμο. Όπως δεν υπάρχει χρόνος για αντικρουόμενες απαιτήσεις που αλλάζουν ανά ημέρα και συνομιλητή, ελπίζοντας σε μια επικοινωνιακή καταιγίδα που θα σύρει τους συνομιλητές προς τις θέσεις μας.  Δεν μπορούμε να αρνούμαστε τη δόση 7 δισ. ευρώ (με επιτόκιο σχεδόν μηδαμινό) και μετά να ζητάμε από την ΕΚΤ να μας αφήσει να εκδώσουμε 10 δισ. ευρώ παραπάνω T-Bills (ομόλογα μικρής διάρκειας) με επιτόκιο τριπλάσιο, ώστε μπορέσουμε να καλύψουμε την «τρύπα» των πληρωμών τέλος του μήνα με ωραίο επικοινωνιακά τρόπο.

Οι θεωρίες παιγνίων εφαρμόζονται δύσκολα όταν ο αντίπαλος ξέρει τα χαρτιά σου, και στη συγκεκριμένη περίπτωση η Τρόικα ενδεχομένως να γνωρίζει πολύ καλύτερα την ταμειακή κατάσταση της χώρας από τον νέο Υπουργό.

Αυτό που σίγουρα δε βοηθά (χρονικά πάντα), είναι η παράθεση ακαδημαϊκών προτάσεων για τη λύση σύνθετων πραγματικών προβλημάτων. Όπως η πρόταση για την ανταλλαγή των ελληνικών ομολόγων με ομόλογα αέναης διάρκειας (perpetual bonds).

Τα perpetuals είναι ομόλογα αέναης διάρκειας, στα οποία το κεφάλαιο δεν αποπληρώνεται ποτέ, καθώς ο δανειζόμενος πληρώνει μόνο τόκους, για πάντα. Στην χρηματοοικονομική, τα perpetual bonds θεωρούνται υβριδικό μετοχικό κεφάλαιο και όχι χρέος. Μια τέτοια μετατροπή θα παραβίαζε το καταστατικό της ΕΚΤ που αναφέρει ρητά ότι δεν μπορεί να δώσει direct state aid. Επίσης θα ήταν εξαιρετικά δύσκολο να πειστεί το IMF και οι ιδιώτες επενδυτές για κάτι παρόμοιο. Όσο για τα δάνεια από το EFSF, σε αυτά δεν πληρώνουμε επιτόκιο μέχρι το 2022.

Μια λογική, χρησιμότερη, όσο και αναμενόμενη βάσει της συμφωνίας του 2012, θα ήταν μια συζήτηση για χαμηλότερους στόχους του πλεονάσματος. Αλλά αυτή η συζήτηση πρέπει να γίνει όταν κατασταλάξει και η ίδια η κυβέρνηση στο πρόγραμμά της. Οι προεκλογικές της δεσμεύσεις δεν συνάδουν με το πρόγραμμα που πλέον φαίνεται να προκρίνει ή προσπαθεί να προκρίνει ο κύριος Βαρουφάκης.

Σε κάθε περίπτωση κάθε σώφρον πολίτης της χώρας του εύχεται καλή επιτυχία. Και στο εξωτερικό, αλλά και στο εσωτερικό, όπου μια στροφή προς την ρεαλιστική αντιμετώπιση του προβλήματος, πέρα από αντιπολιτευτικές στείρες κορώνες, θα κλονίσει κομματικές ισορροπίες.

Με αγωνιστικούς χαιρετισμούς

Λαβρέντι

 

Πηγή: Capital