Γράφει ο Κώστας Χριστίδης

Δημοσιεύθηκε στην Εστία στις 6 Μαρτίου 2015

bricks

Ας μου επιτραπεί να ξεκινήσω αυτό το κείμενο με μία προσωπική αναφορά: έχοντας αποφοιτήσει από την Βαρβάκειο Πρότυπο Σχολή (με «άριστα»), θα έπρεπε, κατά τα λεχθέντα από τον νέο υπουργό Παιδείας, να διακατέχομαι από «στρεβλή φιλοδοξία» και να αισθάνομαι περίπου ως «χιτλερικό κατάλοιπο». Αντιθέτως, είμαι σταθερά υπερήφανος που φοίτησα στο συγκεκριμένο σχολείο, όπου όλοι σχεδόν οι συμμαθητές μου ήταν παιδιά μεσοαστικών ή εργατικών οικογενειών και συνέχισαν – άνευ έστω και μίας εξαιρέσεως! – επιτυχώς τις σπουδές τους σε τριτοβάθμια εκπαιδευτικά ιδρύματα και, στην συντριπτική πλειονότητά τους, καταξιώθηκαν επαγγελματικά. Η επιτυχία αυτή δεν ήταν τυχαία. Το σχολείο διέθετε άριστους καθηγητές (όπως οι Πέτρος Τόγκας, Αλκίνοος Μάζης κ.α.), που εφάρμοζαν, ήδη από τις δεκαετίες του ’50 και του ’60, εκπαιδευτικές μεθόδους πρωτοποριακές ακόμη και για τα σημερινά δεδομένα, με έμφαση στην δημιουργική άμιλλα (προσοχή: όχι «δημιουργική ασάφεια»!), την ομαδική εργασία (με την ανάθεση θεμάτων προς επεξεργασία σε ολιγομελείς μαθητικές ομάδες) και την αυτενέργεια.

Η επιτυχία του Βαρβακείου και των άλλων προτύπων και πειραματικών σχολείων αντίκειται στις ισοπεδωτικές αντιλήψεις πολιτικών και διανοούμενων της ριζοσπαστικής αριστεράς. Κατ’ αυτούς, εάν πολλοί μαθητές – και οι γονείς τους – πιστεύουν ότι οι ικανότητες, η επιμέλεια, η κοπιώδης εργασία οδηγούν σε επαγγελματική επιτυχία και κοινωνική καταξίωση, κάνουν λάθος. Σύμφωνα με τις δικές τους ιδεοληψίες, η αριστεία, η διάκριση, η επιτυχία πρέπει να αντιμετωπίζονται ως γενεσιουργοί παράγοντες ανισοτήτων, διαχωρισμού σε ευφυείς και ανόητους, πλούσιους και φτωχούς, διακεκριμένους και μέτριους ή υστερούντες. Θα πρέπει, λοιπόν, σε κάθε τομέα, και ιδιαίτερα στην παιδεία, να μην υπάρχουν «πρότυπα», βαθμολογήσεις, αξιολογήσεις και τα συναφή. Ας επανέλθουν και οι «αιώνιοι φοιτητές», ας καταργηθούν τα «ξενόφερτα» Συμβούλια Ιδρυμάτων των πανεπιστημίων, ας επανέλθει και το διαβόητο «πανεπιστημιακό άσυλο», δηλαδή η ανεξέλεγκτη είσοδος και παραμονή οιουδήποτε, ακόμη και όσων διαπράττουν παρανομίες, υβρίζουν και ξυλοκοπούν καθηγητές ή φοιτητές με διαφορετικές απόψεις.

Αυτά τα φαινόμενα τα ζήσαμε επί δεκαετίες και ελπίζαμε ότι μετά τον λεγόμενο Νόμο Διαμαντοπούλου, που ψηφίσθηκε με πρωτοφανή πλειοψηφία από την Βουλή, θα είχαμε οριστικώς απαλλαγεί από αυτά. Πλην, ατυχώς, άλλα πρεσβεύουν οι αντι-μεταρρυθμιστές. Στον ισοπεδωτικό τους οίστρο είναι ικανοί να αποφασίσουν ότι τα νέα παιδιά με λιγότερη μουσική κλίση θα λαμβάνουν περισσότερη μουσική εκπαίδευση, ενώ αυτά με το μεγαλύτερο μουσικό ταλέντο θα πρέπει να εμποδίζονται από του να λάβουν μουσική κατάρτιση! Έτσι θα επέλθει η ποθητή εξίσωση ευκαιριών και αποτελεσμάτων.

Η αντίληψη αυτή περί «εξισωτισμού» – μία λέξη που επανειλημμένα αναφέρθηκε από τον κ. Τσίπρα κατά την ανάγνωση των προγραμματικών δηλώσεων της νέας κυβέρνησης – δεν περιορίζεται στον χώρο της παιδείας. Διαχέεται σε ολόκληρη την κοινωνία και την οικονομία, οδηγώντας παντού σε προκρούστειες τακτικές. Ιδιαίτερα στον κρίσιμο τομέα της οικονομίας, κάθε επιχειρηματική προσπάθεια που σημειώνει μεγάλη επιτυχία και οδηγεί σε εντυπωσιακή αύξηση των στοιχείων του ενεργητικού, του κύκλου εργασιών και των κερδών αντιμετωπίζεται με καχυποψία, αν όχι με φθόνο. Συνιστά δυνητικό κίνδυνο που πρέπει να αντιμετωπισθεί «καταλλήλως», δηλαδή με υπέρμετρη φορολογία, γραφειοκρατία και κοινωνική απαξίωση.

Είναι χαρακτηριστικό ότι η εχθρική προσέγγιση αφορό όχι μόνο τις μεγάλες επιχειρήσεις αλλά και ιδιαίτερα επιτυχημένους ελεύθερους επαγγελματίες, με επιστημονικό χαρακτήρα ή μη, που χαρακτηρίζονται απαξιωτικά ως «μεγαλοδικηγόροι», «μεγαλογιατροί», «μεγαλοπαράγοντες» γενικώς.

Το μόνο πράγμα του οποίου η μεγέθυνση δεν μας τρομάζει είναι το κράτος και ο ευρύτερος δημόσιος τομέας. Εκεί οι εξισωτιστές δεν διαβλέπουν κάποιο κίνδυνο, εάν μάλιστα μπορούσαν να διορίσουν τούς πάντες στο δημόσιο, θα το έπρατταν ευχαρίστως. Αλλά και εκεί η έννοια της αριστείας είναι εξοβελιστέα. Για να μην δημιουργηθεί κίνδυνος διακρίσεων, απαγορεύουμε τις διαδικασίες αξιολόγησης ή, όταν παραπλανητικά τις εφαρμόζουμε, άπαντες βαθμολογούνται με «άριστα», έτσι ώστε και πάλι οι πάντες να εξισώνονται!

Το απατηλό ιδεώδες του εξισωτισμού κάθε άλλο παρά ίση ή δίκαιη μεταχείριση συνεπάγεται. Απλώς, δημιουργεί νέας μορφής προνομιούχους, οι οποίοι μάλιστα δεν περνούν διαρκείς και δύσκολες εξετάσεις, όπως συμβαίνει στον επιχειρηματικό στίβο και στην καθημερινή βιοπάλη. Οι νέοι αυτοί προνομιούχοι περιλαμβάνουν: Τους κρατικούς γραφειοκράτες που απολαμβάνουν την εργασιακή τους ασφάλεια και, με την ολοκλήρωση της σταδιοδρομίας τους, ευνοϊκότερους συνταξιοδοτικούς όρους. Τους συνδικαλιστές, που αποτελούν τρόπον τινά την αριστοκρατία της εργατικής τάξης, διαθέτοντας, μεταξύ άλλων, το δικαίωμα καταβολής μειωμένης – έως καθόλου – εργασίας. Τα παιδιά του κομματικού σωλήνα, τους γόνους και τα άλλα προϊόντα της κομματοκρατίας. Και τους κρατικοδίαιτους επιχειρηματίες, αυτούς που «αριστεύουν» στην αξιοποίηση υψηλών πολιτικών γνωριμιών, την παράκαμψη των νόμων και των γραφειοκρατικών εμποδίων που μαστίζουν τους υπόλοιπους, την φοροδιαφυγή και την αποστολή του ούτω πως συσσωρευθέντος πλούτου τους σε ασφαλείς φορολογικούς παραδείσους.

Η άρνηση της αριστείας και κατ’ επέκταση της αξιοκρατίας οδηγεί σε αναδιανομή εισοδημάτων και πλούτου υπέρ των νέων προνομιούχων, όχι όμως σε μεγαλύτερη δικαιοσύνη ή ισότητα ευκαιριών. Αντιθέτως, συνιστά καταφανώς άδικη συμπεριφορά, αντιμάχεται κάθε κοινωνική και οικονομική πρόοδο και οδηγεί σε έναν θλιβερό εξισωτισμό προς τα κάτω.

 

e-mail: kchristidis@hotmail.com