Γράφει ο Α. Π. Δημόπουλος
Δημοσιεύθηκε στην Εστία στις 16 Απριλίου 2015
Για κάποιον, του οποίου η παγκόσμια λογοτεχνική αναγνώριση συνδέθηκε, πρωτίστως, με την πρόζα του, αποτελούσε, σίγουρα, ειρωνεία ότι κατάφερνε να προκαλεί πολιτική αναταραχή με κάποια από την ποίησή του. Ο λόγος για τον Γερμανό συγγραφέα του «Τενεκεδένιου Ταμπούρλου» και νομπελίστα της λογοτεχνίας για το 1999 Günter Grass, ο οποίος πέθανε την Δευτέρα σε ηλικία 87 ετών, με την πολιτική ηγεσία της Ελλάδας, πράγμα μάλλον ασυνήθιστο, να τιμά, με δηλώσεις της, τον ίδιο και το έργο του.
«Ο Gunter Grass χάραξε στην σύγχρονη παγκόσμια και ιδίως ευρωπαϊκή λογοτεχνία ανεξίτηλα σύμβολα ανθρωπισμού και δικαιοσύνης. Κι αυτό το βιώσαμε στον τόπο μας εντελώς πρόσφατα, μεσ’ από απτά δείγματα ανυπόκριτου και ανιδιοτελούς Φιλελληνισμού, σε κρίσιμες για το λαό μας στιγμές. Για την Ελλάδα και τους Έλληνες το έργο του συνιστά πραγματική πνευματική παρακαταθήκη» – δήλωσε ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας Προκόπης Παυλόπουλος. Ενώ ο Πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας σημείωσε: «Η απώλεια του Günter Grass αφορά κάθε πολίτη της Ευρώπης. Σήμερα χάσαμε ένα από τα σημεία αναφοράς του ευρωπαϊκού πολιτισμού. Και η Ελλάδα έχασε έναν πολύτιμο φίλο που δε δίστασε να σταθεί δίπλα στον ελληνικό λαό στις δύσκολες στιγμές της οικονομικής κρίσης, όταν τα στερεότυπα εναντίον της Ελλάδας βρίσκονταν στο απόγειό τους».
Ναι, είναι σαν η χώρα μας να θέλησε να ακουμπήσει, προς στιγμήν, «πάνω σε έναν ξένο στίχο», εάν μπορώ να δανειστώ τον τίτλο του περίφημου ποιήματος του Σεφέρη. Γιατί, πράγματι, περί ενός ποιήματος πρόκειται – οι αναφορές στον «φιλελληνισμό» του Grass πρωτίστως από εκεί ξεκινούν και εκεί καταλήγουν. Πρόκειται για το ποίημα, με τον τίτλο η «Ντροπή της Ευρώπης» (Europas Schande), που έγραψε ο Grass τον Απρίλιο του 2012, στο οποίο αποδίδεται, ευθέως, η μομφή σε Ευρώπη και Γερμανία ότι «καταδίκασαν» την Ελλάδα στην «φτώχεια». Δεν είναι σπουδαίο ποίημα, αναβιώνει, πάντως, έναν ρομαντικό φιλελληνισμό άλλης εποχής. «Σαν οφειλέτης, ολόγυμνη, διαπομπεύεται, μια χώρα, που συνήθιζες, να λες πως της χρωστάς, υποφέρει». «Στη φτώχεια, καταδικασμένος τόπος, τόπος που ο πλούτος του τώρα στολίζει τα μουσεία, λάφυρα που τα κράτησες εσύ». «Μια χώρα, που έχασε τα δίκια, της σφίγγουν και της σφίγγουν το ζωνάρι, κάθε μέρα, αυτοί οι δυνατοί, που έχουν πάντα δίκιο». Ίσως, ποιητικά, το καλύτερο σημείο είναι η εικόνα των νεαρών Γερμανών στρατιωτών την εποχή του πολέμου. «Κείνοι, που χίμηξαν με τα όπλα στην χώρα που ευλογήθηκε με τα νησιά» αλλά «με τον Höldelrin στην τσέπη». Όμορφο αυτό το τελευταίο.
Έχει και άλλο, όλη η σημειολογία της αρχαιολατρίας είναι παρούσα, Αντιγόνη, Σωκράτης, Όλυμπος, ακόμα και ο Κροίσος, αλλά ήδη καταλαβαίνετε το πνεύμα. Αυτό εννοούσα όταν μίλησα για «ρομαντικό φιλελληνισμό». Είναι η αντίληψη της Ελλάδας ως λίκνου του Δυτικού πολιτισμού στην οποία όλοι χρωστάνε, είναι η ίδια αντίληψη που γέννησε τον φιλελληνισμό της προεπαναστατικής εποχής, είναι ο φιλελληνισμός του Byron, προσαρμοσμένος στα δεδομένα της εποχής. Ναι, η αντίληψη δεν έχει εκλείψει τελείως, υπάρχουν πάντοτε στιγμές που αναβιώνει, εγώ, όταν διάβασα το ποίημα, θυμήθηκα ένα περίφημο πρωτοσέλιδο αφιέρωμα του γαλλικού «L΄ Express», το 2001, με τίτλο «Η Ελλάδα. Της τα οφείλουμε όλα» (La Grèce.Nous lui devons tout), σίγουρα, είναι εύγλωττο για την δύναμη της αντίληψης αυτής, ότι ακόμα και ένα περιοδικό ευρείας κυκλοφορίας έφθασε να την κάνει σημαία. Άλλωστε, ο στίχος του Grass για τον πόλεμο, αυτό υπενθυμίζει. Ναι, πολεμούσαν «με τον Höldelrin στην τσέπη». Πως να το έλεγες καλύτερα;
Δεν ξέρω, εξαρτάται. Το πρόβλημα είναι ότι αυτό που είναι καλή ποίηση, μπορεί να είναι κακή πολιτική. Και εάν υπάρχει κάτι που να το υπογραμμίζει πολύ οδυνηρά, αυτό υπήρξε το γεγονός ότι το ποίημα του Grass για την Ελλάδα πέρασε σχεδόν πολιτικά απαρατήρητο στην χώρα του – κάτι σαν ελεγεία, που δεν έδειχνε να αφορά κανέναν. Λέτε να φταίει η ποίηση;
Όχι, κάθε άλλο, γιατί τον ίδιο μήνα, τον Ἀπρίλιο του 2012, ο Grass έγραψε ένα ακόμα «πολιτικό» ποίημα, το «Τι πρέπει, να ειπωθεί» («Was gesagt werden muss»). Αυτή τη φορά στόχος του δεν ήταν η Ευρώπη αλλά το Ισραήλ και η θύελλα που ξέσπασε και τελικά κατέληξε να χαρακτηρισθεί ο Grass persona non grata στο Ισραήλ και αντισημίτης στην χώρα του, δεν κόπασε ποτέ.
Ναι, δεν έφταιγε, τελικά, η ποίηση – η ποίηση ήταν μάλλον το ίδιο καλή. Τα όρια, απλά, τα καθόρισε η πολιτική. Ναι, στην διεθνή πολιτική αντιπαρέρχονται την Ελλάδα, αλλά δεν μπορούν να αντιπαρέλθουν το Ισραήλ. Γιατί;
Μα πολύ απλά, γιατί στην διεθνή πολιτική το Ισραήλ διεκδίκησε και κατοχύρωσε για τον εαυτό του το ειδικό βάρος «του να ακούγεσαι». Δεν ήταν μεγάλη χώρα, ίσα-ίσα μια κουκίδα στο χάρτη, περικυκλωμένη από ορκισμένους εχθρούς. Πέρασε πολέμους, πέρασε οικονομικές κρίσεις, του δόθηκε μια έρημος και την έκανε κήπο της Εδέμ, ο Δαυίδ νίκησε τον Γολιάθ, ακριβώς γιατί πίστευε και ακόμα πιστεύει πεισματικά στον εαυτό του, γιατί τα θεωρεί όλα δυνατά – όπως το διατύπωσε ο ιδρυτής του David Ben-Gurion «στο Ισραήλ, για να είσαι ρεαλιστής, πρέπει, να πιστεύεις σε θαύματα». Τι φράση, τι ιδεολογία αλλά και πολιτική πνοής για ένα έθνος ανάδελφο, που επέζησε για να αποκτήσει το ειδικό βάρος «του να ακούγεσαι», του να μην είσαι αδιάφορος στον κόσμο, ένα έθνος, που αφομοίωσε το πικρό μάθημα ότι οι λαοί στηρίζονται στις δυνάμεις τους, «όχι στην καλοσύνη των άλλων». Όταν το 2003 το Ισραήλ επέμεινε να περάσουν πάνω από το Auschwitz μαχητικά του αεροσκάφη, ο συμβολισμός ήταν σαφής. Δεν μας αρκεί η συμπάθεια των άλλων, είναι η δύναμή μας, που εγγυάται το μέλλον μας. Υπέροχο.
Αυτό ακριβώς μου θύμισε το ποίημα του Grass. Δεν θα έπρεπε, να αρκεί ούτε σε εμάς η συμπάθεια των άλλων, δεν θα έπρεπε η χώρα μας να ακουμπάει, έστω προς στιγμήν, «πάνω σε έναν ξένο στίχο» – ο φιλελληνισμός δεν μπορεί ποτέ να υποκαταστήσει την έλλειψη της ιδικής μας ισχύος. Θα ήθελα να μπορούσαμε να πούμε και εμείς, όπως οι Εβραίοι, ότι για να είμαστε ρεαλιστές θα πρέπει να πιστεύουμε σε θαύματα. Ποιος όμως μας το είπε ποτέ αυτό;
Ποιος γαλούχησε την χώρα σε τέτοια κατεύθυνση; Όχι, παραιτημένοι όλοι μας από καιρό, αναζητούμε άλλους να μας σώσουν, εμείς που χαλκεύσαμε τα κλειδιά της δικής μας αιχμαλωσίας. Ναι, θα ήθελα η Ελλάδα να έμοιαζε περισσότερο με το Ισραήλ, να ανήκε περισσότερο στον εαυτό της, να είχε κατοχυρώσει το δικαίωμα «να ακούγεται» στον κόσμο. Τι κρίμα, δεν έγινε – μήπως λοιπόν, επέστη πράγματι η ώρα για ποίηση; Δεν ξέρω, νομίζω, πάντως ότι η πολιτική μας ηγεσία φαίνεται έτοιμη για αυτό, δείγμα ότι τα φώτα, αλλοίμονο, έχουν αρχίσει αλήθεια να χαμηλώνουν…
Got something to say? Go for it!