Γράφει ο Α. Π. Δημόπουλος

Δημοσιεύθηκε στην Εστία στις 21 Μαΐου 2015

SMITHCLONES

Είναι, λίγο ή πολύ, γνωστό το αφήγημα που επέτρεψε στον Antonio Salazar, να εγκαθιδρύσει στην Πορτογαλία το μακροβιότερο δικτατορικό καθεστώς του 20ου αιώνα. Καθώς η χώρα παρέπαιε εντός της σοβαρότερης οικονομικής κρίσης της ιστορίας της, οι οπαδοί του παρουσίασαν τον Salazar ως τον οικονομολόγο-καθηγητή, που διέθετε την τεχνογνωσία, να βγάλει την χώρα από την κρίση. Έτσι, γεννήθηκε μια αμιγής «τεχνο-δικτατορία». Ένα «τεχνικό» κράτος. Εδώ, η κύρια μέθοδος της επιβολής δεν ήταν τα όπλα, αλλά οι τεχνικές συνταγές ενός οικονομολόγου-αλχημιστή. Στην πολιτική σκέψη ο όρος «σαλαζαρισμός» παραπέμπει, ακριβώς, σε αυτό. Ένα καθεστώς, που επικαλείται το οικονομικό δέον, για να επιβάλει πράγματα, που, σε μια δημοκρατία, δεν μπορούν, εύκολα, να γίνουν αποδεκτά.

Τώρα, μέχρι πρότινος, στην Δύση, η ιδεολογία του «τεχνικού κράτους» ήταν απούσα. Λογικό. Πρώτον, για λόγους φιλοσοφικούς. Πολύ απλά, το πράγμα θεωρείτο ασύμβατο με την δημοκρατική μας κουλτούρα. Στις συνθήκες διάχυσης της πληροφορίας και της ευημερίας, που εξασφαλίζει ο καπιταλισμός, δεν υφίσταται πολιτικός χώρος, για «πεφωτισμένες» δεσποτείες. Στην Δύση, μπορούμε να κρίνουμε μόνοι μας πότε η οικονομία πηγαίνει καλά και πότε η ζωή μας πηγαίνει καλά και με βάση την κρίση μας αυτή, να πάρουμε τις πολιτικές μας αποφάσεις.

Αφ’ ετέρου για λόγους πρακτικούς. Εντός της ευημερούσας Δύσης η εκάστοτε προτεινόμενη οικονομική πολιτική δεν είχε, παραδοσιακά, τελεσιγραφικό χαρακτήρα – δεν ήταν σύμβαση προσχωρήσεως. Εντός του πλαισίου της μεταπολεμικής δυτικής ευημερίας, ο πολίτης εκκινούσε από μια γενική παραδοχή, ότι η οικονομική πολιτική έχει σκοπό να υποβοηθήσει την ευημερία του, όχι να την ανταγωνιστεί. Το ιδεολόγημα του «τεχνικού κράτους» ήταν απλώς περιττό.

Με την έννοια αυτή, μέχρι πρότινος, στην Δύση, οι «σαλαζαρικού» τύπου λογικές ήταν μόνο για εξαγωγή. Έτσι η λογική του «τεχνικού» κράτους και της δήθεν «πεφωτισμένης» οικονομικής πολιτικής, που χρήζει επιβολής, αν και απούσα στην εσωτερική πολιτική διαδικασία της Δύσης, κατεύθυνε, πάντως, σχεδόν επίσημα το modus operandi διεθνών οικονομικών θεσμών διαχείρισης κρίσεων, όπως το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο. Ήταν μία λογική ανομολόγητα αποδεκτή για δικτατορίες και για λαούς, που τους θεωρούσαμε «εξωτικούς». Όπως έχω και άλλες φορές πει, ο πλέον υποδειγματικός εκτελεστής των οικονομικών συνταγών του ΔΝΤ υπήρξε ο κομμουνιστής δικτάτορας Nicolae Causescu. Φυσικά. Το «τεχνικό» κράτος είναι ασύμβατο με τις δυτικές δημοκρατίες. Θέλει Causescu. Θέλει Salazar.

Ή τουλάχιστον, έτσι νομίζαμε. Γιατί, ατυχώς, η οικονομική κρίση στην Ευρώπη εισήγε από την πίσω πόρτα και στο πεδίο της ευρωπαϊκής πλέον πολιτικής το «τεχνικό κράτος» και την ιδεολογία του. Εάν δεν το έχετε παρατηρήσει, διαβιούμε εντός ενός τέτοιου αφηγήματος ήδη εδώ και χρόνια. Βρισκόμαστε, μας λένε, εντός μιας απίστευτα περίπλοκης και δυσχερούς να αντιμετωπιστεί, οικονομικής κατάστασης. Είναι ένα είδος ισορροπίας του τρόμου. Είναι μια «δύσκολη» κατάσταση, που απαιτεί αναλόγως τεχνικά «δύσκολες» λύσεις. Δεν είναι η στιγμή ούτε για λαϊκισμό, ούτε για αναζήτηση της χαμένης ευημερίας. Είναι η στιγμή της πειθαρχίας στην αυθεντία της «μόνης» λύσης. Είναι η στιγμή της αλήθειας. Ίσως, να χρειαζόμαστε λιγότερους πολιτικούς και πολιτικές απόψεις. Μια κυβέρνηση τεχνοκρατών μάλλον; Ένας καθηγητής των οικονομικών με «αντίληψη της κατάστασης», γνώσεις μαθηματικών και πιστοποιητικά ευρω-νομιμοφροσύνης; Γιατί όχι;

Υπάρχει όμως ένα προφανές πρόβλημα με αυτήν την λογική. Το πρόβλημα είναι ότι, τελικά, το «τεχνικό» κράτος κρίνεται εκ του αποτελέσματος. Προφανώς – τι είδους «τεχνικό» μπορεί να είναι, αν δεν παράγει αποτελέσματα; Και αυτό είναι, ακριβώς, το πρόβλημα των υποτιθέμενων «τεχνοκρατικών» λύσεων στην Ευρώπη του σήμερα. Το πρόβλημα είναι ότι οι λύσεις δεν παράγουν αποτελέσματα. Η περίπτωση της Ελλάδας είναι χαρακτηριστική. Για όσους δεν το έχουν ακόμα συνειδητοποιήσει, η χώρα έχει ήδη εισέλθει στον έβδομο χρόνο κρίσης, χωρίς ορατή ακόμα διέξοδο. Επτά χρόνια υποτιθέμενων μακροοικονομικών «λύσεων» και όλα έχουν γίνει, σε ατομικό επίπεδο, χειρότερα.

Αναζητούμε, μας λένε, λύση στο επείγον πρόβλημα ρευστότητας. Όμως η λύση που προτείνεται είναι η ίδια συνταγή που μας έφερε ως εδώ. Νέα δάνεια. Νέα καταιγίδα φόρων. Νέες προσβολές περιουσιακών δικαιωμάτων. Συνεχιζόμενη εισπρακτική τρομοκρατία. Συνεχιζόμενη καταρράκωση του κράτους δικαίου. Συνεχιζόμενη περιφρόνηση των δικαστικών αποφάσεων. Απηνής δίωξη των «εχόντων». Διάλυση της μεσαίας τάξης. Προλεταριοποίηση του πληθυσμού. Νέα μείωση της ζήτησης. Νέα αύξηση του χρέους. Νέα αύξηση της ανεργίας. Τελικά, η χώρα αρχίζει να μοιάζει, ολοένα πιο καθαρά, με έναν Ινδό untouchable, που για να εξασφαλίσει το ψωμί μερικών ημερών, είναι έτοιμος να εκποιήσει ένα ακόμα ζωτικό όργανό του. Τι θα έχει, άραγε, τώρα σειρά; Και πόσο ακόμα θα μπορεί να συνεχιστεί αυτό; Δέκα χρόνια; Δεκαπέντε; Είκοσι; Με πόσα ακόμα προσχήματα; Και με τι αποτελέσματα; Τι είδους «τεχνικό» κράτος είναι αυτό; Αυτό το κράτος δεν είναι «τεχνικό». Είναι μάλλον άτεχνο…

Ή μάλλον όχι. Δεν είναι άτεχνο – απλώς ζούμε στην Δύση για πρώτη φορά την εμπειρία μιας αλλαγής του αποδέκτη της ωφέλειας της πολιτικής. Θεωρούσαμε δεδομένο, ότι στην Δύση αποδέκτης της ωφέλειας της πολιτικής είμαστε εμείς οι ίδιοι. Θεωρούσαμε την Δύση εξ ορισμού ατομοκεντρική. Υπήρξαν όμως την τελευταία εικοσαετία γεγονότα, που έβαλαν βάσεις για μια μεταστροφή σε μια πλέον κολλεκτιβιστική-σοσιαλιστική κατεύθυνση. Η παγκοσμιοποίηση και η ανάγκη για μεγαλύτερη ανταγωνιστικότητα απέναντι στην Ασία. Οι τεχνικές απαιτήσεις της ΟΝΕ. Οι αρνητικές δημογραφικές εξελίξεις, που έθεσαν εν αμφιβολία την βιωσιμότητα του μοντέλου του «κοινωνικού» κράτους. Η ιδεολογική ενοχή απέναντι στον καπιταλισμό και η άρνηση να δεχθούμε ότι το κόστος της μεγαλύτερης ευημερίας μπορεί να είναι η μεγαλύτερη ανισότητα.

Τελικά, εντός αυτού του πλαισίου και των απαιτήσεών του, η πολιτική και ο στόχος της απλώς άλλαξε. Το «τεχνικό» κράτος δεν είναι τίποτε άλλο από την ιδεολογικοποίηση της απαίτησης, να περιορίσουμε τις απαιτήσεις μας. Από την απάντηση που θα δώσουμε, θα εξαρτηθεί εάν η Δύση θα παραμείνει ο ζωτικός χώρος ενός ατομοκεντρικού αφηγήματος ή το λίκνο μιας νέας «μεγάλης» πολιτικής, για τις ανάγκες τις οποίας θα καθιστάμεθα, με την πάροδο του χρόνου, όλο και περισσότερο αναλώσιμοι.