Γράφει ο Δρ. Τάσος Αναστασάτος

Δημοσιεύθηκε στο Capital στις 4 Αυγούστου 2015

europa

Η οικονομική έρευνα έχει αποδείξει ότι η σημαντικότερη παράμετρος για την επίτευξη διατηρήσιμης ανάπτυξης είναι η ποιότητα των θεσμών. Κατ’ αυτή την έννοια, η παραμονή στο ευρώ είναι κάτι παραπάνω από μία επιλογή για το νομισματικό καθεστώς της χώρας, είναι η διασφάλιση ότι, δια της ενσωμάτωσης του ευρωπαϊκού κεκτημένου, θα βελτιωθεί το θεσμικό περιβάλλον και θα εμπεδωθούν συνετές οικονομικές πολιτικές στο διηνεκές.

Η χώρα δεν αντιμετωπίζει πρόβλημα ανταγωνιστικότητας ως προς τις τιμές. Η εσωτερική υποτίμηση των προηγούμενων ετών, έστω και αν έγινε μέσω υφέσεως και όχι μέσω διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων, έχει ήδη αποκαταστήσει πλήρως τις απώλειες ανταγωνιστικότητας των πρώτων ετών της συμμετοχής στο ευρώ. Αυτό που εμποδίζει την στροφή προς ένα εξωστρεφές υπόδειγμα αέναης ανάπτυξης είναι η ρηχή και σαθρή παραγωγική βάση, με έμφαση στις υπηρεσίες εξυπηρέτησης της εγχώριας αγοράς και τα μη διεθνώς εμπορεύσιμα αγαθά. Επιπλέον, η έλλειψη εμπιστοσύνης στη συνέπεια των οικονομικών πολιτικών εμποδίζει την εκμετάλλευση της βελτιωμένης ανταγωνιστικότητας και την άνοδο επενδύσεων και εξαγωγών. Επομένως, εάν δεν προωθηθούν με συνέπεια οι διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις οι οποίες θα βελτιώσουν το θεσμικό και επενδυτικό περιβάλλον, η ανάπτυξη δεν θα έρθει, ανεξαρτήτως του νομισματικού καθεστώτος.

Η Ελλάδα έχει μακρά εμπειρία λειτουργίας σε καθεστώς νομισματικής ανεξαρτησίας. Δεν υπήρξε καμία περίοδος κατά την οποία αυτή η ευελιξία να οδήγησε σε ταχεία και διατηρήσιμη ανάπτυξη. Αντιθέτως, η έλλειψη πειθαρχίας στις οικονομικές πολιτικές και η επικράτηση πελατειακών λογικών οδηγούσε πάντοτε στην εξάτμιση του όποιου ανταγωνιστικού πλεονεκτήματος των υποτιμήσεων μέσω της ανόδου του πληθωρισμού, της διάβρωσης της αγοραστικής αξίας των εισοδημάτων και της ανάγκης για νέες υποτιμήσεις, δηλαδή ένα φαύλο κύκλο στασιμοπληθωρισμού. Η μόνη περίοδος στην οποία η χώρα κατέγραψε ταχείς ρυθμούς ανάπτυξης μετά από υποτίμηση ήταν η περίοδος στην οποία υπήχθη σε καθεστώς σταθερών και όχι ελεύθερα κυμαινόμενων ισοτιμιών στα πλαίσια του Bretton-Woods. Ο λόγος ήταν οι πειθαρχημένες οικονομικές πολιτικές που συνόδευσαν την υποτίμηση Μαρκεζίνη το 1953. Στα σημερινά δεδομένα, ο πιο αποτελεσματικός μηχανισμός διασφάλισης ότι οι οικονομικές πολιτικές θα είναι συνετές είναι η συμμετοχή στο ευρώ και οι κανόνες που το διέπουν.

Ωστόσο, εφόσον το κοινό νόμισμα αποκλείει τις υποτιμήσεις ως τρόπο προσωρινής ανάκτησης των απωλειών ανταγωνιστικότητας και η δημοσιονομική πολιτική οφείλει να υπακούει στους ευρωπαϊκούς κανόνες, το σημαντικότερο εργαλείο πολιτικής για την επίτευξη βιώσιμης ανάπτυξης είναι οι διαρθρωτικές αλλαγές. Τι θα συμβεί εάν δεν γίνουν οι μεταρρυθμίσεις; Στο καλό σενάριο, η χώρα θα μαραζώσει οικονομικά εντός ευρώ. Η υπογραφή της συμφωνίας θα μπορούσε να βελτιώσει την εμπιστοσύνη και να προκαλέσει στο μεσοχρόνιο διάστημα μια τεχνική ανάκαμψη, από την αυτόματη αντίδραση της ζήτησης για την κάλυψη του αρνητικού παραγωγικού κενού. Αυτό είναι αμφίβολο λόγω της σπάνεως ρευστότητας και την αντίθετη επίδραση των περιοριστικών δημοσιονομικών μέτρων. Ακόμα κι αν συμβεί όμως, χωρίς διαρθρωτικές αλλαγές, αυτή η ανάκαμψη θα αφορά θνησιγενείς τομείς εξυπηρέτησης της εγχώριας αγοράς, θα εξαντλήσει γρήγορα τη δυναμική της και η οικονομία θα επανέλθει σε συνθήκες στασιμότητας. Στο κακό σενάριο της ασύντακτης χρεοκοπίας και μετάβασης στη δραχμής, η καταβύθιση του ΑΕΠ θα ήταν τέτοια ώστε η όποια τεχνική αντίδραση σε δεύτερο στάδιο να στερείται σημασίας. Και μόνο η απώλεια της δυνατότητας συμμετοχής στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης της ΕΚΤ και των πόρων των διαρθρωτικών ταμείων, θα υπεραντισταθμίσει το όποιο όφελος του εθνικού νομίσματος.

Ο όρος «μεταρρυθμίσεις» έχει δυσφημισθεί και περιβληθεί από μια αβεβαιότητα ως προς το περιεχόμενο του. Στην πραγματικότητα, στην πλειονότητά τους είναι αυτονόητοι όροι δημιουργίας ενός σύγχρονου, ευνομούμενου ευρωπαϊκού κράτους. Ο πολίτης θα νιώσει τη διαφορά στην καθημερινότητά του.  Επιπλέον, η εφαρμογή αυτών των μεταρρυθμίσεων θα απελευθερώσει αναπτυξιακό δυναμικό και θα συμβάλλει στον μετασχηματισμό της δομής της οικονομίας προς παραγωγικότερες εξειδικεύσεις. Οι σημαντικότερες εξ αυτών των μεταρρυθμίσεων είναι η αποκομματικοποίηση και βελτίωση της αποτελεσματικότητας της δημόσιας διοίκησης, η επιτάχυνση της απονομής της δικαιοσύνης, η μείωση του γραφειοκρατικού βάρους στην επιχειρηματικότητα (άρα και των περιθωρίων για διαφθορά), η αξιοποίηση της δημόσιας περιουσίας και η άρση των εμποδίων εισόδου στις αγορές.

Υπάρχουν ομάδες οι οποίες έχουν βασίσει την ευημερία τους στις ολιγοπωλιακές δομές της οικονομίας και αντιδρούν, συχνά με τη λεοντή της κοινωνικής ευαισθησίας, αναμένοντας ότι θα θιχτούν από τις αλλαγές. Εάν οι υπεύθυνες πολιτικές δυνάμεις δεν ιδιοποιηθούν τις μεταρρυθμίσεις και δεν πείσουν ότι είναι η πραγματικά προοδευτική πολιτική, η οποία δημιουργεί τις συνθήκες ευημερίας για τους πολλούς, το πρόγραμμα δεν θα εφαρμοστεί πραγματικά και θα αποτύχει. Η αρχιτεκτονική της Ευρωζώνης, αργά αλλά σταθερά, αλλάζει. Θα είναι ιστορική τραγωδία η Ελλάδα να μείνει εκτός νυμφώνος και να μην επωφεληθεί αυτών των αλλαγών, βαδίζοντας τον δρόμο της απομόνωσης και της υπανάπτυξης.

 

* Ο Δρ Τάσος Αναστασάτος είναι Deputy Chief Economist του Ομίλου της Eurobank και πρώην ΓΓ του ΥΠΟΙΚ.

 

 

Πηγή: Capital