Γράφει ο Αθανάσιος Χ. Παπανδρόπουλος

Δημοσιεύθηκε στην Εστία στις 12 Οκτωβρίου 2015

banks

Έως το τέλος του χρόνου οι ελληνικές τράπεζες θα πρέπει να έχουν ανακεφαλαιοποιηθεί, γιατί διαφορετικά η χώρα θα εισέλθει σε νέες οδυνηρές περιπέτειες από την 1ην Ιανουαρίου 2016. Η σοβαρότερη δε από αυτές θα είναι το ενδεχόμενο κάποιοι καταθέτες να χάσουν χρήματα λόγω κουρέματος των άνω των 100.000 ευρώ καταθέσεών τους. Στο πλαίσιο αυτό, γίνεται ένας αγώνας δρόμου, καταστροφικός για την πραγματική οικονομία της χώρας η οποία ασφυκτιά από παντελή έλλειψη ρευστότητας.

Το κύριο έτσι ερώτημα που απασχολεί όλους όσους εμπλέκονται στο οικονομικό και χρηματοπιστωτικό γίγνεσθαι της χώρας είναι αυτό του τρόπου που θα γίνει η ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών μας και με ποιες απώτερες συνέπειες για την οικονομική δραστηριότητα στην Ελλάδα. Η κατάσταση, από την άποψη αυτή, απέχει πολύ από τού να είναι απλή και διαυγής για το ευρύ κοινό –με το τελευταίο, πάντως, να ζει σε έναν κόσμο όπου έχει εκλείψει ο ορθός λόγος, ο οποίος γεννήθηκε μεν στην προσωκρατική Ελλάδα αλλά έχει προ πολλού αποβιώσει στην σύγχρονη.

Εν πάση περιπτώσει, ο λαϊκός ανορθολογισμός δεν φαίνεται να ισχύει στον τραπεζικό χώρο, ο οποίος αποτελεί πεδίο μάχης για το ποια θα είναι η αυριανή δομή του και, από την φύση της τελευταίας, πολλά θα εξαρτηθούν ως προς το οικονομικό μέλλον της χώρας. Έτσι, σύμφωνα με σημαντικούς τραπεζικούς και επιχειρηματικούς παράγοντες, η διασφάλιση του ιδιωτικού χαρακτήρα των τραπεζών είναι πολύ σημαντική για την ενίσχυση της ελληνικής οικονομίας. Μόνον έτσι θα ανοίξει ο δρόμος για ξένες επενδύσεις, για την ύπαρξη των οποίων βασική προϋπόθεση είναι η αποκατάσταση κλίματος εμπιστοσύνης.

Στον αντίποδα, η κρατικοποίηση του τραπεζικού συστήματος – όπως επιθυμούν ορισμένοι τεχνοκράτες, αλλά και ο ίδιος ο πρωθυπουργός – κάθε άλλο παρά θετική θα είναι. Ασχέτως αν, σε δεύτερο χρόνο, οι τράπεζες ιδιωτικοποιηθούν. Στην περίπτωση αυτή, τόσον οι φορολογούμενοι όσο και η πραγματική οικονομία θα δεχθούν νέα πλήγματα.

Στην βάση των όσων προηγούνται, στο Διοικητικό Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας –όπου, από ελληνικής πλευράς, συμμετέχει ο Διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος κ. Γιάννης Στουρνάρας– οι διαπραγματεύσεις δεν θα είναι εύκολες. Διότι, πίσω από αυτά που μπορεί να δει και να καταλάβει ένας δημοσιογράφος, υπάρχουν και οι μη ορατές προθέσεις των διαφόρων πλευρών που διαπραγματεύονται, οι οποίες μόνον ως υποθέσεις εργασίας μπορούν να διατυπωθούν.

Σε κάθε περίπτωση, με βάση τα σημερινά δεδομένα, η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα – η οποία παίζει ρόλο και στην ευρωπαϊκή τραπεζική ένωση – θα πρέπει να ολοκληρώσει τις δοκιμασίες αντοχής από τις οποίες θα προκύψει πόσα κεφάλαια χρειάζονται οι τράπεζες, οι ισολογισμοί των οποίων δέχθηκαν πλήγμα από τους κεφαλαιακούς ελέγχους και την ύφεση. Στην συνέχεια, οι τέσσερις συστημικές ελληνικές τράπεζες θα πρέπει να προσελκύσουν ιδιώτες επενδυτές. Αν δεν το καταφέρουν, η ανακεφαλαιοποίηση θα χρηματοδοτηθεί εξ ολοκλήρου απ δάνειο που θα χορηγήσει η ευρωζώνη στην Ελλάδα –εξέλιξη που θα οδηγήσει στην σχεδόν πλήρη εθνικοποίησή τους και στην αλλαγή των διοικήσεών τους.

Σύμφωνα με πληροφορίες του ιστότοπου Capital.gr, τις τελευταίες ημέρες υπάρχουν έντονες ζυμώσεις μεταξύ Βρυξελλών και Φρανκφούρτης και σχεδιασμός να διαμορφωθούν κεφαλαιακές ανάγκες που θα μπορούν να καλύψουν οι υφιστάμενοι και νέοι ιδιώτες μέτοχοι των τραπεζών. Πρόκειται για σχεδιασμό που δεν αναιρεί το συνολικό ύψος της ανακεφαλαιοποίησης, που θα κινείται στα 16-18 δισεκατ. ευρώ, ωστόσο δεν θα «πιέζει» τεχνητά το ύψος των κεφαλαίων που θα κληθούν να καλύψουν οι τράπεζες από τις αγορές μέσω των αυξήσεων κεφαλαίου.

Μαθαίνουμε, επίσης, ότι η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και ο Ενιαίος Μηχανισμός Εποπτείας της (SSM) δεν θέλουν να διακινδυνεύσουν πιθανή αποτυχία έστω και μία ελληνική συστημική τράπεζα να μην μπορέσει να συγκεντρώσει από τις αγορές τα κεφάλαια που θα οριστούν. Μια τέτοια αποτυχία είναι αυτονόητο ότι θα έπληττε το κύρος και την σταθερότητα του τραπεζικού συστήματος. Στο πλαίσιο αυτό, ΕΚΤ και SSM αναγνωρίζουν το πολύ δύσκολο εγχείρημα τού να βγουν μαζικά στις αγορές τέσσερις τράπεζες, αναζητώντας μεγάλα ποσά και μάλιστα σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα.

Αναγνωρίζουν, επίσης, ότι η παραμονή των ιδιωτών μετόχων στις τράπεζες (πόσω μάλλον η προσέλευση νέων) δεν είναι δεδομένη και, αν οι νέες κεφαλαιακές που θα κληθούν να καλύψουν οι ιδιώτες είναι πολύ υψηλές, αυτοί θα μπορούσαν να αποσύρουν το ενδιαφέρον τους.

Τέλος, αναγνωρίζονται και οι ιδεοληπτικές προθέσεις της κυβερνήσεως, η οποία φέρει την κύρια ευθύνη για την σημερινή κρίση του τραπεζικού μας συστήματος.