Γράφει ο Τηλέμαχος Μαράτος*

Δημοσιεύθηκε στην Εστία στις 17 Οκτωβρίου 2015

Rememberance Candle

Μου ήρθε στο νού η προσφιλής έκφραση κομμουνιστή – ή τέλος πάντων βαθιά αριστερού- αρθρογράφου σε αστική εφημερίδα : «Φτερά στα πόδια!» – όταν φαντάστηκα σκηνή που περιγράφει ο Τάκης Θεοδωρόπουλος στην «Καθημερινή» της Πέμπτης 15/10. Υπουργός δυσαναλόγου περιφέρειας, αλλά συμβατής με τα μέτρα του ΣΥΡΙΖΑ, σπεύδει προτρέχων ατημέλητου τσούρμου. Το τσούρμο τον υβρίζει ενώ τον ακολουθεί κατά πόδας. Ως ύαινες που κυνηγούν ιπποπόταμο σε φρικώδες ντοκυμανταίρ. Ο υπουργός παίρνει μία γεύση της διαμαρτυρομένης παιδείας που το κόμμα του, με πρωτεργάτη τον πρωθυπουργό, δίδαξαν τόσες γενεές, με μεγάλη επιτυχία. Δίδαξαν αλλά δεν εδιδάχθησαν.

Ο υπουργός είναι προφανώς από εκείνους που «δεν το βάζουν κάτω». Μόλις έφτασε στην έδρα του, ανεκοίνωσε ότι θα αλλάξει, και αυτός, τον εορτασμό της 28ης Οκτωβρίου για να έχουν τα παιδιά μία «βιωματική» εμπειρία το πώς πλένεται ο εγκέφαλος αθώων παιδιών με την επαναλαμβανόμενη αναίσχυντη κομμουνιστική προπαγάνδα. Δεν το είπε ακριβώς έτσι, αλλά στην ουσία αυτός είναι ο σκοπός όταν τεχνηέντως θέλουν , άλλη μία φορά, να εορτάσουν την «εθνική αντίσταση» ωσάν να ήταν μία αυθόρμητη κομμουνιστική εξέγερση, «ενάντια» στον κατακτητή.

Εάν ήταν έτσι λοιπόν αυτή η άδολη και αυθόρμητη εξέγερση θα έπρεπε να τελειώσει, με πανηγύρια και χορούς, όταν έφυγε ο κατακτητής τις 12 Οκτωβρίου 1944.

Θυμάμαι εκείνη την ημέρα σαν να ήταν χθες. Ζούσαμε στου Ζωγράφου. Από την κορυφή του λόφου είχαμε μία πανοραμική εικόνα όλη της συνοικίας. Από το πρωί η ατμόσφαιρα ήταν ηλεκτρισμένη με την διάχυτη προσμονή της μεγάλης είδησης. Όλη η γειτονιά άρχισε να στολίζεται με ελληνικές σημαίες αλλά σύντομα φανήκανε και συνθήματα του ΕΛΑΣ. Άρχισε και το «Χωνί» την καθοδήγηση και να εμφανίσθηκαν «αντάρτες» και «αντάρτισσες» με όπλα και φυσεκλίκια, έτοιμοι για μάχη. Δεν είναι δυνατόν να ξεχάσω έναν γνωστό αλήτη της γειτονιάς ο οποίος, όταν με είδε, μου έδειξε με το δάχτυλο στον λαιμό ότι θα μου έκοβε το κεφάλι. Ήμουν δέκα τριών ετών.

Ο κόσμος πύκνωνε στην λεωφόρο, σαν πανηγύρι. Αγκαλιάζονταν, γελούσαν και φιλιόντουσαν έως ότου, απότομα έπεσε μία παγωμάρα, σιωπή, και ένας τρόμος καθώς ακούστηκε η μηχανή ενός φορτηγού που ανέβαινε την ανηφόρα. «Γερμανοί! – Γερμανοί!!!» Σαν κοπάδι πουλιών που φεύγει με τον θόρυβο της ντουφεκιάς, έτσι άρχισαν να τρέχουν τα παλικάρια προς κάθε κατεύθυνση. Σαν να είχαν χάσει αιφνιδίως το λεβέντικο βάδισμα. Φτερά στα πόδια! Ο κόσμος δεν έτρεξε αλλά όλοι κοιτάζαμε το φορτηγό που πλησίαζε σιγά-σιγά με περιέργεια. Η καρότσα του φορτηγού ήταν άδεια. Εκτός από τον οδηγό άλλος ένας Γερμανός ήταν δίπλα του. Κι οι δύο κοίταζαν περίεργα σαν κάτι να έψαχναν. Ένας γερμανομαθής πλησίασε τον οδηγό και άρχισαν να μιλάνε. Συντόμως μάθαμε πως οι Γερμανοί είχαν χαθεί. Ο γείτονας τους έδειξε το δρόμο, εκείνοι ευχαρίστησαν με χαμόγελα και το φορτηγό έκανε στροφή στο πρώτο άνοιγμα και έφυγε χαιρετώντας. Τα παλικάρια παρακολουθούσαν «ταμπουρωμένοι» από πολύ μακριά. Και έτσι απελευθερώθηκε του Ζωγράφου.

Σε ένα μήνα φάνηκε ότι η απειλή αυτού του καθάρματος (για τον αποκεφαλισμό μου) ήταν σοβαρή. Δεν το μάθαμε για πολλά χρόνια, αλλά ήμασταν όλοι οι «αντιδραστικοί» στην «προγραφή», του Δ. Γληνού προς «εκκαθάριση». Δεκάδες χιλιάδες οικογένειες αδιακρίτως φύλου και ηλικίας. Ο μεγαλύτερος αδελφός μου κρύφτηκε στου Θείου μου Αντώνη στο Μεταξουργείο. Εκεί διέφυγε από την ταράτσα, αλλά άλλοι δεν γλύτωσαν μεταξύ των οποίων μία κόρη υπηρέτριας, 15 ετών, («το υπηρετριάκι») που βασανίστηκε μαζί με τους δικούς μου στο σπίτι της κυρίας Ρησσιάνου-Περράκη, συνεργάτιδος, αργότερα, της ΕΣΤΙΑΣ. Προ ολίγων ετών μου έλεγε κάτι που θα προτιμούσα να μην είχα ακούσει. Τα «παλικάρια» της «Οργάνωσης Περιφρούρησης Λαϊκού Αγώνα» – ΟΠΛΑ, είχαν καταλάβει το ισόγειο.. Εκείνη ήταν στο επάνω πάτωμα σκεπασμένη με όσες κουβέρτες υπήρχαν προσπαθώντας να μην ακούει τις οιμωγές και τα ουρλιαχτά από το ισόγειο. Όλη την νύχτα. Η εξαδέλφη μου Μάνια ήταν 13 ετών. Ο Νόννος μου 80, τυφλός από καταρράκτη. Οι Γερμανοί είχαν φύγει προ δύο μηνών…Είχαν εκτελέσει όμως την αδελφή του πατέρα μου Καλλιόπη, ως κατάσκοπο των Άγγλων.

Εγώ κρύφτηκα στην Κυψέλη στο σπίτι της Θείας μου Δήμητρας. Πύθωνος 33.

Μας ανεζήτησαν όμως, και ρωτούσαν στο σπίτι μου στου Ζωγράφου: «Που είναι τα παιδιά;». Ο πατέρας μου δεν είχε πιστέψει ότι ήταν δυνατόν να κινδυνεύει. Είχε έλθει, το 40΄αφήνοντας το καράβι του στις νηοπομπές του Ατλαντικού, για να καταταγεί εθελοντής, έφεδρος Σημαιοφόρος – όπως και το ΄22. Στην κατοχή είχε δράσει στην διεκπεραίωση αξιωματικών στην Μ. Ανατολή! Που να φαντασθεί ότι αυτά ήταν εγκλήματα…

Αργότερα μάθαμε ότι αυτός που με είχε απειλήσει, είχε σκοτώσει τον πατέρα μου, πυροβολώντας τον πισώπλατα.

Με συγχωρείτε κ. Υπουργέ, αλλά άκουσα ότι ζητήσατε «βιώματα» από την εποχή…

 

 

*Πλοίαρχος Ε.Ν., Συγγραφέας