Γράφει ο Αθανάσιος Χ. Παπανδρόπουλος*

Δημοσιεύθηκε στην Εστία στις 9 Νοεμβρίου 2015

locked

Το 2016, εκτιμά ο Οργανισμός Οικονομικής Συνεργασίας και Αναπτύξεως (ΟΟΣΑ), η Ελλάδα θα γνωρίσει νέα ύφεση και το ΑΕΠ της θα έχει μειωθεί σωρευτικά κατά 30%, με την ανεργία να πλησιάζει και αυτή το 30%. Η δε ανεργία των νέων θα είναι η υψηλότερη στην Ευρώπη.

Παράλληλα, στην πραγματική οικονομία η κατάσταση θα γίνεται δραματική. Στο μέτρο που θα συνεχίζονται οι κεφαλαιακοί περιορισμοί, η ρευστότητα θα επιδεινώνεται – με άμεσο, και πολύ αρνητικό, αποτέλεσμα την πτώση των επενδύσεων.

Όπως τονίζεται από πολλούς παρατηρητές της οικονομίας μας, η σημερινή Ελλάδα είναι ακραία περίπτωση υποεπενδύσεως, η οποία δεν είναι διόλου συγκυριακή. «Στην χώρα μας», επισημαίνει ο κ. Μιχάλης Μασουράκης, επιστημονικός συνεργάτης του Συνδέσμου Επιχειρήσεων και Βιομηχανίας (ΣΕΒ), «από το 2010 και μετά το καθαρό απόθεμα κεφαλαίου μειώνεται σε απόλυτο μέγεθος και ο λόγος ως προς το ΑΕΠ είναι 4,8, ήτοι σχεδόν διπλάσιος από τον αντίστοιχο άλλων δυτικών χωρών».

Για να γίνει πιο κατανοητή η δραματικότητα της καταστάσεως αυτής, επισημαίνουμε ότι ο λόγος του κεφαλαιακού αποθέματος ως προς το ΑΕΠ έχει πολύ μεγαλύτερη και βαθύτερη σημασία από την απλή παράθεση αριθμών. Διότι στην ουσία πρόκειται για σημαντικό δείκτη, που αποτυπώνει την αποτελεσματικότητα των επενδύσεων. Δηλαδή, εάν ο λόγος αυτός είναι 3, αυτό σημαίνει ότι κατά μέσον όρο χρειάζονται 3 μονάδες κεφαλαίου για να παραχθεί μία μονάδα προϊόντος. Όσο χαμηλότερος ο λόγος αυτός, τόσο πια αποτελεσματική η επενδυτική διαδικασία.

Η Ελλάδα έχει, βεβαίως, την χαμηλότερη αποτελεσματικότητα επενδύσεων από όλες τις άλλες ευρωπαϊκές χώρες, αλλά και η Ευρώπη, ως σύνολο, έχει χαμηλότερη αποτελεσματικότητα από τις ΗΠΑ. Στην ουσία οι διαφορές αυτές αποτυπώνουν τις διαρθρωτικές αδυναμίες και στρεβλώσεις με τις οποίες λειτουργεί η κάθε οικονομία, δηλαδή την έλλειψη ευελιξίας στην αγορά εργασίας, την έλλειψη ανταγωνισμού στην οικονομία, τα εμπόδια εισόδου που αντιμετωπίζουν νέες επιχειρήσεις, τις δυσκολίες αδειοδοτήσεων και εγκατάστασης, το ύψος του μη μισθολογικού και ενεργειακού κόστους, το μέγεθος του δημόσιου τομέα, την υπερφορολόγηση, κ.ο.κ.

Το γεγονός ότι η χώρα μας είναι τελευταία στην σχετική κατάταξη σημαίνει ότι λειτουργεί με τεράστια εμπόδια στην οικονομική δραστηριότητα, τα οποία, αν δεν αρθούν, καταδικάζουν την χώρα σε διαρκή ύφεση ή, στην καλύτερη των περιπτώσεων, σε ένα αναπτυξιακό τέλμα χαμηλών επιδόσεων, μη ικανών να δημιουργήσουν ευκαιρίες για την αύξηση της απασχόλησης και των εισοδημάτων.

Η θέση της Ελλάδος στην κατάταξη αυτή δεν είναι συγκυριακή – δεν φταίει, δηλαδή, το μνημόνιο. Ο μέσος όρος της 15ετίας 2000-2014 (καλές και κακές στιγμές μαζί) είναι 4,1 για την Ελλάδα, όταν ο μέσος όρος την ίδια περίοδο για την ΕΕ-28 και τις ΗΠΑ είναι 2,9 και 2,3 αντιστοίχως. Το πρόβλημα είναι, λοιπόν, διαρθρωτικό και ως εκ τούτου απαιτεί βαθειές διαρθρωτικές τομές, έτσι ώστε να γίνει η οικονομία μας πιο ανταγωνιστική και να αρχίσει να δημιουργεί πλούτο για όλους.

Το σοβαρότερο πλέον ερώτημα είναι αν κάτι τέτοιο μπορεί να συμβεί. Στο επίπεδο αυτό, πολύ φοβούμεθα ότι η κατάσταση κάθε άλλο παρά αισιοδοξία εμπνέει.

Διαβάζοντας τον τελευταίο καιρό αναλύσεις για την ελληνική κρίση που είδαν το φως της δημοσιότητας στο Spiegel, στην Liberation, στον ιστότοπο Protagon από τον καθηγητή κ. Αριστείδη Χατζή και στο Foreign Affairs, το ευρύτερο συμπέρασμα που προκύπτει είναι ότι η Ελλάδα, από την μία πλευρά, διαθέτει ένα τοξικό πολιτικό και διοικητικό σύστημα και, από την άλλη, η ελίτ της δεν μπορεί να ανταποκριθεί στις συνθήκες της παγκοσμιοποιήσεως και των ανατροπών που επέφεραν οι ψηφιακές τεχνολογίες. «Αρκεί να παρακολουθήσει κανείς ένα δελτίο ειδήσεων», αναφέρει ο καθηγητής Αριστείδης Χατζής, «για να φρίξει από τον οικονομικό αναλφαβητισμό, την παθολογική ιδεοληψία και την άγνοια κινδύνου του πολιτικού συστήματος».

Την ίδια στιγμή, η χώρα δημογραφικά γηράσκει, οι πιο δυναμικοί και μορφωμένοι νέοι της φεύγουν, οι εξωστρεφείς επιχειρήσεις της μετακομίζουν και εδώ παραμένουν συνταξιούχοι και δημόσιοι υπάλληλοι που εξαρτώνται από ένα πτωχευμένο και διεφθαρμένο κράτος. Έτσι, στο μέτρο που η χώρα είναι αποκλεισμένη από τα παγκόσμια κέντρα δανεισμού και κινήσεως κεφαλαίων, χωρίς επαρκή εσωτερική αποταμίευση, είναι καταδικασμένη να μαραζώνει.

Αυτή η πραγματικότητα είναι και το άλλο πρόσωπο της υφέσεως, η οποία, αντί να καταπολεμάται με μέτρα οικονομικής απελευθερώσεως, επιβαρύνεται με πρόσθετους φόρους.

Υπό αυτές τις συνθήκες, το μοιραίο δεν είναι πολύ μακρυά. Και εξ αυτού, μύρια άλλα έπονται.

 

 

 

*Επίτιμος Διεθνής Πρόεδρος Ένωσης Ευρωπαίων Δημοσιογράφων

 

 

apapandropoulos@hotmail.com